-
1 καινισμός
καινισμός, ὁ, die Neuerung, Sp.
-
2 καινισμός
-
3 ἀνα-καινισμός
ἀνα-καινισμός, ὁ, dasselbe, Clem. Al.
-
4 ἐγ-καινισμός
ἐγ-καινισμός, ὁ, dasselbe, LXX.
-
5 καίνισις
-
6 ἀνακαίνισις
ἀνα-καίνισις, ἀνα-καινισμός das Erneuern, die Wiederherstellung -
7 ἀνακαινισμός
ἀνα-καίνισις, ἀνα-καινισμός das Erneuern, die Wiederherstellung -
8 ἐγκαίνισις
ἐγ-καίνισις ἡ, u. ἐγ-καινισμός, ὁ, u. ἐγ-καίνισμα, τό, Erneuerung, Einweihung
См. также в других словарях:
καινισμός — καινισμός, ὁ (AM) [καινίζω] 1. ανακαίνιση, ανανέωση 2. νεωτερισμός, καινοτομία … Dictionary of Greek
καινισμός — renewal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμοῖς — καινισμός renewal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμοί — καινισμός renewal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμοῦ — καινισμός renewal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμούς — καινισμός renewal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμῷ — καινισμός renewal masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμόν — καινισμός renewal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινισμῶι — καινισμῷ , καινισμός renewal masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)