Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καινισμός

См. также в других словарях:

  • καινισμός — καινισμός, ὁ (AM) [καινίζω] 1. ανακαίνιση, ανανέωση 2. νεωτερισμός, καινοτομία …   Dictionary of Greek

  • καινισμός — renewal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμοῖς — καινισμός renewal masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμοί — καινισμός renewal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμοῦ — καινισμός renewal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμούς — καινισμός renewal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμῷ — καινισμός renewal masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμόν — καινισμός renewal masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινισμῶι — καινισμῷ , καινισμός renewal masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»