-
1 καθ-υλακτέω
καθ-υλακτέω, anbellen; καϑυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύῤῥον Plut. sol. anim. 13; τινός, Sp.; auch übertr.
-
2 καθυλακτέω
-
3 καθυλακτεω
1 καθ-υλακτέω
καθ-υλακτέω, anbellen; καϑυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύῤῥον Plut. sol. anim. 13; τινός, Sp.; auch übertr.
2 καθυλακτέω
3 καθυλακτεω