-
1 καθ-υπ-οπτεύω
καθ-υπ-οπτεύω, verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηϑέντων ἢ καϑυποπτευϑέντων Arist. rhet. Alex. 5.
-
2 καθυποπτεύω
καθ-υπ-οπτεύω, verdächtig machen, argwöhnen
См. также в других словарях:
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] … Dictionary of Greek