-
1 καθ-οσιόω
καθ-οσιόω, heiligen, weihen, opfern, πόπανα καὶ ϑύματα καϑωσιώϑη Ar. Plut. 660, Sp., wie D. Hal. 2, 23; auch im med., Eur. I. T. 4320; sich weihen, τινί, z. B. φίλτατόν τε ὄντα καὶ καϑωσιωμένον τῷ Μαξιμίνῳ Hdn. 7, 6, 10; – reinigen, τὴν πόλιν καϑαρμοῖς Plut. Sol. 12.
-
2 προ-καθ-οσιόω
προ-καθ-οσιόω, vorher weihen, Ios. u. a. Sp.
-
3 συγ-καθ-οσιόω
συγ-καθ-οσιόω, mit, zugleich weihen, Ios.
-
4 καθοσιόω
καθ-οσιόω, heiligen, weihen, opfern; sich weihen; reinigen -
5 προκαθοσιόω
-
6 συγκαθοσιόω
συγ-καθ-οσιόω, mit, zugleich weihen