-
1 καθανύω
καθᾰνύω, [dialect] Att. for κατανύω, acc. to Hdn.Gr.1.541; καθήνυσαν cited by Phryn.PSp.23B.; καθανύσαι· συντελέσαι, Hsch.: but codd. of [dialect] Att. writers have only [full] κατανύω, q.v. ( καθήνυσαν is cj. in S.El. 1451 ([place name] Dobree), καθανύσαι, -σας, -σειν, in X.HG7.1.15, 5.4.49, 20 ([place name] Cobet)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθανύω
См. также в других словарях:
καθανύω — (Α) (αττ. τ.) 1. κατανύω* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθανύσαι συντελέσαι» … Dictionary of Greek
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
κατανύ — κατανύω, αττ. τ. καθανύω (Α) 1. διατρέχω μια απόσταση, διανύω («οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αύτῷ δρόμον», Ηρόδ.) 2. φθάνω σε κάποιο μέρος («νηὶ κατανύσας... ἐς Λῆμνον», Ηρόδ.) 3. διαπράττω («τάδε κατήνυσεν», Ευρ.) 4. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek