Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθόσο

  • 1 καθόσο(ν)

    επίρρ.
    1) насколько;

    καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;

    2) по мере того, как;

    καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;

    3) потому что, так как;

    δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόσο(ν)

  • 2 καθόσο(ν)

    επίρρ.
    1) насколько;

    καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;

    2) по мере того, как;

    καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;

    3) потому что, так как;

    δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόσο(ν)

  • 3 насколько

    насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω
    * * *
    κατά πόσο, καθόσο

    наско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω

    Русско-греческий словарь > насколько

  • 4 поскольку

    σύνδ.
    1. αφού, εφόσον, επειδή, μια και•

    поскольку ты согласен, я не возражаю αφού εσύ συμφωνείς, εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση.

    2. απ όσο, καθόσο, στο μέτρο που•

    поскольку я могу судить об этом καθόσο εγώ μπορώ να κρίνω γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > поскольку

  • 5 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 6 насколько

    επίρ.
    κατά πόσο, καθόσο, όσο, απ Ιότι, στο βαθμό, στο μέτρο•

    насколько это верно? κατά πόσο αυτό είναι σωστό•

    насколько я могу όσο μπορώ•

    насколько мне известно απ ο,τι εγώ ξέρω.

    Большой русско-греческий словарь > насколько

См. также в других словарях:

  • καθόσο — 1. επίρρ. τροπ., σύμφωνα με όσα: Καθόσο γνωρίζω, αυτό το ρητό δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη. 2. σύνδ. αιτιολ., επειδή, διότι: Δεν θα έρθω, καθόσο είμαι άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθόσον — και καθόσο (Α καθόσον) στο μέτρο που..., σύμφωνα με όσα..., από όσο... («καθόσον γνωρίζω, δεν θα έρθει ξανά») νεοελλ. (αδοκίμως) επειδή, διότι («δεν εργάζεται, καθόσον είναι άρρωστος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ ὅσον (ενν. μέρος) < κατά +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»