-
1 καθόσο(ν)
επίρρ.1) насколько;καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;
2) по мере того, как;καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;
3) потому что, так как;δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел
-
2 καθόσο(ν)
επίρρ.1) насколько;καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;
2) по мере того, как;καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;
3) потому что, так как;δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел
-
3 насколько
насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω* * *κατά πόσο, καθόσοнаско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω
-
4 поскольку
σύνδ.1. αφού, εφόσον, επειδή, μια και•поскольку ты согласен, я не возражаю αφού εσύ συμφωνείς, εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση.
2. απ όσο, καθόσο, στο μέτρο που•поскольку я могу судить об этом καθόσο εγώ μπορώ να κρίνω γι αυτό.
-
5 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου. -
6 насколько
επίρ.κατά πόσο, καθόσο, όσο, απ Ιότι, στο βαθμό, στο μέτρο•насколько это верно? κατά πόσο αυτό είναι σωστό•
насколько я могу όσο μπορώ•
насколько мне известно απ ο,τι εγώ ξέρω.
См. также в других словарях:
καθόσο — 1. επίρρ. τροπ., σύμφωνα με όσα: Καθόσο γνωρίζω, αυτό το ρητό δεν υπάρχει στο Θουκυδίδη. 2. σύνδ. αιτιολ., επειδή, διότι: Δεν θα έρθω, καθόσο είμαι άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθόσον — και καθόσο (Α καθόσον) στο μέτρο που..., σύμφωνα με όσα..., από όσο... («καθόσον γνωρίζω, δεν θα έρθει ξανά») νεοελλ. (αδοκίμως) επειδή, διότι («δεν εργάζεται, καθόσον είναι άρρωστος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ ὅσον (ενν. μέρος) < κατά +… … Dictionary of Greek