Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καθόσον

  • 1 καθοσον

        (= καθ΄ См. καθ΄ ὅσον) adv. поскольку Thuc.

    Древнегреческо-русский словарь > καθοσον

  • 2 γνωρίζω

    μετ.
    1) знакомить, ознакомлять (с чём-л.); ставить в известность, извещать, уведомлять, информировать;

    σας γνωρίζω ότι... — ставлю вас в известность, что...;

    2) знакомить (с кем-л.);
    να σας γνωρίσω τον φίλο μου познакомьтесь с моим другом; 3) знать (кого-что-л.), быть знакомым (с кем-чем-л.);

    γνωρίζ τα ρούσικα — знать русский язык;

    γνωρίζω κάτι απ' έξω — знать что-л, наизусть;

    γνωρίζω κάτι εξ ακοής — знать понаслышке;

    γνωρίζω εξ όψεως — знать в лицо;

    γνωρίζω προσωπικά — знать лично;

    γνωρίζω κάποιον από παιδί — знать кого-л. с детства;

    γνωρίζω από κοντά κάποιον — близко знать кого-л.;

    γνωρίζω από μηχανές — разбираться в машинах;

    γνωρίζω από εμπόριο — быть специалистом по торговле;

    δεν γνωρίζω απ' αυτά — я не специалист по этим вопросам;

    καθόσον γνωρίζω — насколько я знаю, мне известно;

    4) узнавать (знакомое);
    δεν σε γνώρισα μ' αυτά τα ρούχα я тебя не узнал в этом платье; 5) узнавать, познавать;

    γνωρίζω την αλήθεια — познать истину;

    6) узнать, испытать, изведать;

    γνωρίζω τη χαρά της μητρότητας — испытать радость материнства;

    7) быть признательным, благодарным (за что-л.);

    είμαι από κείνους, πού γνωρίζουν το καλό, πού τούς κάνεις — я из тех, кто помнит добро;

    § δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα он никогда не был в близких отношениях с женщиной;

    δεν γνωρίζα ο σκύλος τον αφέντη (του) — погов, полная анархия, нет никакого порядка;

    γνωρίζομαι

    1) — быть знакомым; — знакомиться; — ознакомляться;

    γνωρίζόμαστε — мы знакомы;

    2) быть узнанным;

    γνωρίζεται από μιά ώρα μακρυά — его за версту узнаешь;

    δεν γνωρίζεται — его нельзя узнать, он стал неузнаваем;

    δεν γνωρίζεται από την αδυναμία — он похудел до неузнаваемости;

    δεν ήθελε να γνωρισθεί он не хотел быть узнанным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωρίζω

См. также в других словарях:

  • καθόσον — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόσον — και καθόσο (Α καθόσον) στο μέτρο που..., σύμφωνα με όσα..., από όσο... («καθόσον γνωρίζω, δεν θα έρθει ξανά») νεοελλ. (αδοκίμως) επειδή, διότι («δεν εργάζεται, καθόσον είναι άρρωστος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ ὅσον (ενν. μέρος) < κατά +… …   Dictionary of Greek

  • καθόσονπερ — καθόσον , καθόσον indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… …   Dictionary of Greek

  • άμβη — ἄμβη, η (Α) 1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος 2. το χείλος τής στεφάνης τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις τής λ. υπάρχει η έννοια τού «ύψους»] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …   Dictionary of Greek

  • καθοτιούν — καθοτιοῡν και καθ ὅ,τι οὖν (Α) καθόσον, «τοσούτῳ μᾱλλον», λαμβανομένου υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ ὅ,τι οὖν (< κατά + αναφ. αντων. ὅ,τι + συμπερασματικός συνδ. οὖν)] …   Dictionary of Greek

  • καθό — (Α καθό) (αντί τού καθ ὅ, όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τούς προτιμούν καθό σοφότεροι») αρχ. 1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο 2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ… …   Dictionary of Greek

  • παρόσον — Α επίρρ. 1. καθόσον 2. καθότι, επειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ ὅσον < παρά + ὅσος, ὅση, ὅσον) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»