Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καθυστερήσῃ

  • 1 καθυστερήση

    καθυστερέω
    fall behind: aor subj mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj act 3rd sg
    καθυστερέω
    fall behind: fut ind mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj act 3rd sg
    καθυστερέω
    fall behind: fut ind mid 2nd sg
    καθῡστερήσῃ, καθυστερέω
    fall behind: futperf ind mp 2nd sg
    καθῡστερήσῃ, καθυστερέω
    fall behind: futperf ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > καθυστερήση

  • 2 καθυστερήσῃ

    καθυστερέω
    fall behind: aor subj mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj act 3rd sg
    καθυστερέω
    fall behind: fut ind mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj mid 2nd sg
    καθυστερέω
    fall behind: aor subj act 3rd sg
    καθυστερέω
    fall behind: fut ind mid 2nd sg
    καθῡστερήσῃ, καθυστερέω
    fall behind: futperf ind mp 2nd sg
    καθῡστερήσῃ, καθυστερέω
    fall behind: futperf ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > καθυστερήσῃ

  • 3 καθυστέρηση

    1) delay
    2) hold-up

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθυστέρηση

См. также в других словарях:

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • καθυστέρηση — η 1. αναχρονισμός, οπισθοδρομικότητα: Σε πολλές χώρες παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση. 2. αργοπόρηση, μη έγκαιρη άφιξη: Το τρένο έφτασε στο σταθμό με καθυστέρηση μιας ώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθυστερήσῃ — καθυστερέω fall behind aor subj mid 2nd sg καθυστερέω fall behind aor subj act 3rd sg καθυστερέω fall behind fut ind mid 2nd sg καθυστερέω fall behind aor subj mid 2nd sg καθυστερέω fall behind aor subj act 3rd sg καθυστερέω fall behind fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νεοτονία — Η διατήρηση της προνυμφικής, δηλαδή της νεανικής μορφής του ώριμου γενετήσια ατόμου. Η ν. είναι μερική ή προσωρινή, όταν, εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, διαπιστώνεται εξελικτική καθυστέρηση, χωρίς το άτομο να φτάσει στην αναπαραγωγική ικανότητα· …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»