Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καθυστερώ

  • 1 καθυστερώ

    [катистэро] ρ. (μτβ.) задерживать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθυστερώ

  • 2 просрочивать

    καθυστερώ, γίνομαι/κα-θίσταμαι εκπρόθεσμος/υπερή μέρος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просрочивать

  • 3 отставать

    отстава||ть
    несов
    1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:
    не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·
    2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:
    \отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·
    3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:
    обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν
    4. (о часах) πηγαίνω πίσω·
    5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:
    \отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·
    6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ:

    Русско-новогреческий словарь > отставать

  • 4 задержать

    задержать, задерживать 1) καθυστερώ; σταματώ (остановить) \задержать противника στα ματώ τον εχθρό \задержать ответ κα θυστερώ την απάντηση меня задержали με καθυστέρησαν 2) (арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω 3) (приостановить) κρατώ \задержать дыхание κρατώ την αναπνοή \задержаться αργώ, καθυ στερώ; где вы так задержа лись? πού αργήσατε τόσο; Я немного задержусь θ' αργήσω λίγο
    * * *
    = задерживать
    1) καθυστερώ; σταματώ ( остановить)

    задержа́ть проти́вника — σταματώ τον εχθρό

    задержа́ть отве́т — καθυστερώ την απάντηση

    меня́ задержа́ли — με καθυστέρησαν

    2) ( арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω

    задержа́ть дыха́ние — κρατώ την αναπνοή

    Русско-греческий словарь > задержать

  • 5 задержать

    -держу
    - держишь ρ.σ.μ.
    1. διακόπτω την πορεία ή την ενέργε ια, σταματώ ανακόπτω, αναχαιτίζω. || μτφ. κρατώ, καθυστερώ•

    я вас не -у δε θα σας καθυστερήσω•

    траур -ал свадьбу το πένθος καθυστέρησε το γάμο.

    || συγκρατώ, βραδύνω, περιορίζω•

    задержать шаги κονταίνω (μικραίνω) τα βήματα•

    задержать дыхание συνγκρατώ την αναπνοή.

    2. καθυστερώ, δε δίνω έγκαιρα.
    3. φυλακίζω προσωρινά• συλλαμβάνω.
    εκφρ.
    задержать взгляд – καρφώνω το βλέμμα.
    1. καθυστερούμαι•

    письмо -лось на почте η επιστολή καθυστέρησε (καθυστερήθηκε) στο ταχυδρομείο.

    || σταματώ για λίγο, βραδύνω. || καθυστερούμαι, φτάνω καθυστερημένα.
    2. καθυστερώ το φτιάξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > задержать

  • 6 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 7 запоздать

    запоздать αργώ, καθυστερώ
    * * *
    αργώ, καθυστερώ

    Русско-греческий словарь > запоздать

  • 8 затягивать

    затягивать, затянуть 1) (стянуть) σφίγγω 2) (задерживать) καθυστερώ \затягивать пере говоры παρατραβώ τις δια πραγματεύσεις
    * * *
    = затянуть
    1) ( стянуть) σφίγγω
    2) ( задерживать) καθυστερώ

    затя́гивать перегово́ры — παρατραβώ τις διαπραγματεύσεις

    Русско-греческий словарь > затягивать

  • 9 опоздать

    опоздать, опаздывать αργώ, καθυστερώ· я \опоздатьл на пять минут άργησα πέντε λεπτά· я не \опоздатьл δεν άργησα· я \опоздатьл на поезд δεν πρόλαβα το τρένο; не опаздывай μην αργήσεις
    * * *
    = опаздывать
    αργώ, καθυστερώ

    я опозда́л на пять мину́т — άργησα πέντε λεπτά

    я не опозда́л — δεν άργησα

    я опозда́л на по́езд — δεν πρόλαβα το τρένο

    не опа́здывай — μην αργήσεις

    Русско-греческий словарь > опоздать

  • 10 отстать

    отстать καθυστερώ, μένω πίσω· πηγαίνω πίσω (тж. о часах)
    * * *
    καθυστερώ, μένω πίσω; πηγαίνω πίσω (тж. о часах)

    Русско-греческий словарь > отстать

  • 11 просрочивать

    просрочивать, просрочить καθυστερώ, γίνομαι εκπρόθεσμος
    * * *
    = просрочить
    καθυστερώ, γίνομαι εκπρόθεσμος

    Русско-греческий словарь > просрочивать

  • 12 задержать

    задержать
    сов, задерживать несов
    1. (не пускать) κατακρατώ, σταματώ:
    не задерживай меня! μή μέ καθυστερείς!·
    2. (приостанавливать, оттягивать) κρατῶ, καθυστερώ:
    \задержать дыхание κρατώ τήν ἀναπνοή· \задержать уплату долга καθυστερώ τήν πληρωμή τοῦ χρέους·
    3. (арестовывать) συλλαμβάνω, πιάνω, θέτω ὑπό κράτησιν:
    \задержать престу́пника συλλαμβάνω τόν ἐγκληματία.

    Русско-новогреческий словарь > задержать

  • 13 запаздываниеть

    запаздывание||ть
    несов καθυστερώ, ἀργῶ, ἀργοπορώ:
    \запаздываниетьть с уплатой καθυστερώ τήν πληρωμή· \запаздываниетьть к поезду ἀργῶ στό τραίνο.

    Русско-новогреческий словарь > запаздываниеть

  • 14 затягивать

    затягива||ть
    несов
    1. (туго стягивать) σφίγγω, δένω σφιχτά / мор. τεντώνω·
    2. (засасывать \затягивать о болоте) τραβώ, ρουφώ·
    3. (покрывать, подернуть легким слоем) καλύπτω, σκεπάζω:
    ту́чи \затягиватьют небо τά σύννεφα σκεπάζουν τόν οὐρανό·
    4. (задерживать) καθυστερώ, (παρα)τραβῶ, παρατείνω:
    \затягивать дело (παρα)τραβώ μιάν ὑπόθεση· \затягивать издание книги καθυστερώ τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου· ◊ \затягивать песню ἀρχίζω τραγούδι.

    Русско-новогреческий словарь > затягивать

  • 15 просрочивать

    просрочивать
    несов, просрочить сов καθυστερώ/ γίνομαι ἐκπρόθεσμος (документ):
    *· платеж καθυστερώ τήν πληρωμή.

    Русско-новогреческий словарь > просрочивать

  • 16 мусолить

    ρ.δ.μ.
    1. (απλ.) σαλιώνω, φτύνω•

    -нитку σαλιώνω την κλωστή•

    мусолить карандаш σαλιώνω το μολυβδοκόντυλο•

    мусолить палец σαλιώνω το δάχτυλο.

    || λερώνω με τα σαλιωμένα δάχτυλα•

    -книгу λερώνω το βιβλίο (ξεφυλλίζοντας το).

    2. μτφ. καθυστερώ, παρατραβώ, αναβάλλω•

    мусолить вопрос καθυστερώ ζήτημα.

    λερώνομαι με σάλιο. || σαλιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мусолить

  • 17 просрочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. αφήνω να πε-περάσει η προθεσμία• καθυστερώ•

    просрочить отпуск παραβιάζω την άδεια•

    просрочить пять дней καθυστερώ για πέντε μέρες.

    Большой русско-греческий словарь > просрочить

  • 18 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

  • 19 стопорить

    ρ.δ.μ. σταματώ, ανακόπτω, αναστέλλω τη λειτουργέ ία μηχανής, μηχανισμού, ανακόπτω την κίνηση. || μτφ. καθυστερώ•

    стопорить дело καθυστερώ την υπόθεση.

    σταματώ. || μτφ. καθυστερούμαι•

    дело -ится η υπόθεση καθυστερείται.

    Большой русско-греческий словарь > стопорить

  • 20 выгрузка

    η εκφόρτωσ/η
    το ξεφόρτω-μα
    на условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνι
    погрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτή
    порядок - и διαδικασία/σειρά - ης
    грейферная - με αρπάγη/δαγκάνα
    - из трюма за счет фрахтователя мор. - από το αμπάρι με χρέωση προς τον ναυλωτή
    - с судна в ж.-д. вагон мор. - από το πλοίο στο σιδηροδρομικό βαγόνι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка

См. также в других словарях:

  • καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — καθυστέρησα, καθυστερήθηκα, καθυστερημένος 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει: Συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή μου, που με καθυστέρησε δύο ώρες με την πολυλογία του. 2. δεν αποδίδω έγκαιρα κάτι που χρωστώ: Καθυστερεί να πληρώσει τους φόρους του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονοτριβώ — καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»