-
1 καθυπερτερος
ион. κᾰτῠπέρτερος 3более сильный, превосходящий(τῷ πολέμῳ Her.)
πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι Thuc. — (сиракузцы полагали, что) на их стороне большое преимущество;τέν πόλιν ἐν πολέμῳ καθυπερτέραν τῶν ἀντιπάλων ποιεῖν Xen. — помочь государству одержать победу над (его) противниками -
2 καθυπέρτερος
καθυπέρτεροςabove: masc nom sg -
3 καθυπέρτερος
II commonly metaph., having the upper hand, superior,κ. γίνεσθαι τῷ πολέμῳ Hdt.1.67
: abs., Th.5.14;κ. τῶν Περσέων γινόμενα τὰ πρήγματα Hdt.7.233
, cf. Th.7.56; θεοῦ δ' ἔτ' ἰσχὺς κ. A.Th. 226(lyr.);κ. Ζεύς Theoc.24.99
: c. gen.,πόλις κ. τῶν ἀντιπάλων X.Mem.4.6.14
, cf. Theoc.24.100, etc.: neut. καθυπέρτερον as Adv., = καθύπερθε, Id.2.60 (s. v. l.):— [comp] Sup. [full] καθυπέρτατος, η, ον, highest,ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt. 4.199
.2 Astrol., prevalent, prepollent,ἀστέρες Vett.Val.98.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυπέρτερος
-
4 καθυπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον, der darüber befindliche, obere, höhere, u. übertr., überlegen -
5 καθυπέρτερον
καθυπέρτεροςabove: masc acc sgκαθυπέρτεροςabove: neut nom /voc /acc sg -
6 καθυπερτέρους
καθυπέρτεροςabove: masc acc pl -
7 καθυπέρτερα
καθυπέρτεροςabove: neut nom /voc /acc pl -
8 καθυπέρτεραι
καθυπέρτεροςabove: fem nom /voc pl -
9 καθυπέρτεροι
καθυπέρτεροςabove: masc nom /voc pl -
10 κατυπερτέρους
καθυπέρτεροςabove: masc acc pl (ionic) -
11 κατυπέρτερα
καθυπέρτεροςabove: neut nom /voc /acc pl (ionic) -
12 κατυπέρτεροι
καθυπέρτεροςabove: masc nom /voc pl (ionic) -
13 καθυπερτατος
ион. κᾰτῠπέρτᾰτος 3(superl. к καθυπέρτερος См. καθυπερτερος) наиболее высокий -
14 καθυπερτέρα
καθυπερτέρᾱ, καθυπέρτεροςabove: fem nom /voc /acc dualκαθυπερτέρᾱ, καθυπέρτεροςabove: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
15 καθυπερτέρας
καθυπερτέρᾱς, καθυπέρτεροςabove: fem acc plκαθυπερτέρᾱς, καθυπέρτεροςabove: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 κατ-υπέρτερος
κατ-υπέρτερος, ion. = καϑυπέρτερος, Her. 1, 64.
-
17 καθυπερτέραν
καθυπερτέρᾱν, καθυπέρτεροςabove: fem acc sg (attic doric aeolic) -
18 καθυπερτέρω
-
19 καθυπερτέρῳ
-
20 Ascendant
In the ascendant: use adj. P. καθυπέρτερος, V. ὑπέρτερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ascendant
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek
καθυπέρτερος — above masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεραι — καθυπέρτερος above fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)