-
1 καθυπερτατος
ион. κᾰτῠπέρτᾰτος 3(superl. к καθυπέρτερος См. καθυπερτερος) наиболее высокий
См. также в других словарях:
κατυπερτάτῃ — καθυπέρτατος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek
καθυπερτάταν — καθυπερτάτᾱν , καθυπέρτατος fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)