-
1 καθυπαρχω
быть в наличииπρώτῳ ἐκείνῳ δοκεῖ τοῦτο καθυπάρξαι Plut. — это (звание) было ему, кажется, присуждено первому
См. также в других словарях:
καθυπάρχω — (Α) (επιτατ. τού υπάρχω) υπάρχω από την αρχή («πρώτῳ γὰρ ἐκείνῳ δοκεῑ τοῡτο καθυπάρξαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ άρχω] … Dictionary of Greek