-
1 καθυποκρινομαι
1) вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством(τινά Dem.)
2) принимать вид, прикидыватьсяκαθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. — (Посидон) принимает вид Энипея
См. также в других словарях:
καθυποκρίνομαι — (Α) 1. υποτάσσω κάτι στη θέλησή μου με την υποκριτική τέχνη, εξαπατώ 2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την υπόκριση 3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («καθυποκρίνομαι φιλίαν», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο κρίνομαι] … Dictionary of Greek
καθυποκρίνεσθε — καθυποκρί̱νεσθε , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts pres imperat mp 2nd pl καθυποκρί̱νεσθε , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts pres ind mp 2nd pl καθυποκρί̱νεσθε , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts imperf ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποκριναμένων — καθυποκρῑναμένων , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts aor part mid fem gen pl καθυποκρῑναμένων , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποκρινομένων — καθυποκρῑνομένων , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts pres part mp fem gen pl καθυποκρῑνομένων , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποκρινούμενον — καθυποκρῐνούμενον , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts fut part mid masc acc sg (attic epic doric) καθυποκρῐνούμενον , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποκρίνεται — καθυποκρί̱νεται , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts aor subj mid 3rd sg (epic) καθυποκρί̱νεται , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπεκρίνατο — καθυπεκρί̱νατο , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπεκρίνετο — καθυπεκρί̱νετο , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπεκρίνοντο — καθυπεκρί̱νοντο , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπεκρίνου — καθυπεκρί̱νου , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποκριναμένοις — καθυποκρῑναμένοις , καθυποκρίνομαι subdue by histrionic arts aor part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)