-
1 καθυπερεχω
-
2 καθυπερέχω
A to be much superior, - έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen.,ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph.
ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9;γένει Callicrat.
ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei,τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog.
ap. Stob.4.7.62:—[voice] Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυπερέχω
См. также в других словарях:
καθυπερέχω — (AM) (επιτατ. τού υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ έχω] … Dictionary of Greek