Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καθυπερτέρω

См. также в других словарях:

  • καθυπερτερώ — (AM καθυπερτερῶ, έω) [καθυπέρτερος] (επιτατ. τού υπερτερώ) υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.) αρχ. (για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά …   Dictionary of Greek

  • καθυπερτερῶ — καθυπερτερέω prevail pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθυπερτερέω prevail pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθυπερτέρητος — ἀκαθυπερτέρητος, ον (Α) [καθυπερτερῶ] ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος …   Dictionary of Greek

  • καθυπερτέρησις — καθυπερτέρησις, ἡ (Α) [καθυπερτερώ] 1. (για θέση αστέρα ή αστερισμού) το ύψιστο σημείο, το υπέρτατο ύψος, το ζενίθ 2. γεν. υπεροχή, επικράτηση …   Dictionary of Greek

  • καθυπερτερητικός — καθυπερτερητικός, ή, όν (Α) [καθυπερτερώ] αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»