-
1 καθυπερτερω
Theocr. compar. к καθύπερθεν См. καθυπερθεν I -
2 καθυπερτερον
См. также в других словарях:
καθυπερτερώ — (AM καθυπερτερῶ, έω) [καθυπέρτερος] (επιτατ. τού υπερτερώ) υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.) αρχ. (για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά … Dictionary of Greek
καθυπερτερῶ — καθυπερτερέω prevail pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθυπερτερέω prevail pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαθυπερτέρητος — ἀκαθυπερτέρητος, ον (Α) [καθυπερτερῶ] ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
καθυπερτέρησις — καθυπερτέρησις, ἡ (Α) [καθυπερτερώ] 1. (για θέση αστέρα ή αστερισμού) το ύψιστο σημείο, το υπέρτατο ύψος, το ζενίθ 2. γεν. υπεροχή, επικράτηση … Dictionary of Greek
καθυπερτερητικός — καθυπερτερητικός, ή, όν (Α) [καθυπερτερώ] αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει … Dictionary of Greek