-
1 καθυπερακοντιζω
См. также в других словарях:
καθυπερακοντίζω — (Α) (επιτατ. τού υπερακοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο και υπερβαίνω πολύ τον στόχο μου 2. μτφ. κατανικώ, καταπολεμώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ ακοντίζω «υπερβαίνω τον στόχο με το ακόντιο»] … Dictionary of Greek
καθυπερηκόντισαν — καθυπερακοντίζω overshoot completely aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)