-
1 καθου
I.II. -
2 Κάθου
СидиκάθουΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κάθου
-
3 κάθου
сидиΚάθουΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κάθου
-
4 κάθου
(προστ. от κάθομαι) садись -
5 γυρεύω
(αόρ. γύρεψα) μετ.1) искать, разыскивать;γυρεύει τον άντρα της — она разыскивает своего мужа;
γυρεύω δουλειά — искать работу;
γυρεύω αφορμή — искать повод;
2) просить, требовать; добиваться, домогаться;3):γυρεύω να... — пытаться, стараться, прилагать усилия;
γυρεύω να τον βρώ — я старёюсь его найти;
4) нищенствовать;§ τρέχα (или άμε или κάθου) γύρευε а) ищи ветра в поле; б) (подумаешь) какое дело!; велика беда!;τί γυρεύεις εδώ;
а) зачем ты сюда пришёл?; б) как ты сюда попал?;στον ουρανό τό[ν] γύρευε και στη γη τό[ν] βρήκε счастье привалило;γυρεύει το μπελά του — сам нарывается на неприятности, сам себе готовит неприятность;
στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερωνα погов. искать иглу в стоге сена
См. также в других словарях:
καθού — (Μ) επίρρ. 1. όπως, όπως ακριβώς 2. αφότου, όταν, μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καθώς με επίδραση τών επίρρ. σε ου] … Dictionary of Greek
καθοῦ — καθίημι let fall aor imperat mid (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Translations of The Lord's Prayer — The Lord s Prayer is a common tool used to compare languages. Since the publication of the Mithridates booksTwo examples are Mithridates de differentis linguis , Conrad Gessner, 1555; and Mithridates oder allgemeine Sprachenkunde mit dem Vater… … Wikipedia
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
συμβουλώ — άω, Ν [σύμβουλος] (στον Ερωτόκρ.) συσκέπτομαι («κάθου με το βασιλιό να συμβουλάτ ομάδι») … Dictionary of Greek