-
1 καθορίζω
καθορίζω, reinigen, LXX. u. N. T.
-
2 καθορίζω
-
3 καθορίζω
μετ.1) определять, обусловливать;καθορίζω την επιτυχία — определять успех;
καθορίζω την έκβαση τού αγώνα — решать исход борьбы;
καθορίζω τίς υποχρεώσεις τού καθένα — определять обязанности каждого;
2) устанавливать, назначать;καθορίζω προθεσμία — устанавливать срок;
καθορίζομαι — определяться (чём-л.); — зависеть (от чего-л.);
καθορίζεται από πολλούς λόγους — эτο — зависит от ряда обстоятельств
-
4 καθορίζω
[когоризо] р. определять, устанавливать, назначать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθορίζω
-
5 καθορίζω
[когоризо] ρ определять, устанавливать, назначать. -
6 καθορίζω
A determine,τὰς αἰτίας τινός Phld.D.1.14
; bound, define, Hsch.:—[voice] Med., lay claim to,τόπους Sammelb.5240.9
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθορίζω
-
7 καθορίζω
1) assigner2) préciser -
8 καθορίζω
1) konkretyzować czas.2) precyzować czas.3) sprecyzować czas.4) uściślać czas.5) wyszczególniać czas.6) wyszczególnić czas. -
9 καθορίζω
1) stanovit2) upřesnit3) určit4) zpřesnit -
10 καθορίζω
1) determine2) quote3) specifyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθορίζω
-
11 préciser
καθορίζω -
12 upřesnit
καθορίζω -
13 zpřesnit
καθορίζω -
14 specify
καθορίζω -
15 konkretyzować
καθορίζω -
16 precyzować
καθορίζω -
17 sprecyzować
καθορίζω -
18 uściślać
καθορίζω -
19 wyszczególniać
καθορίζω -
20 wyszczególnić
καθορίζω
См. также в других словарях:
καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… … Dictionary of Greek
καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek