Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καθολικός

См. также в других словарях:

  • καθολικός — general masc nom sg καθολικός general masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός: Ο πρόεδρος βγήκε με καθολική ψηφοφορία. 2. ο δυτικός, ο ρωμαιοκαθολικός: Η εξωτερική εμφάνιση του καθολικού ιερέα διαφέρει από την αντίστοιχη εμφάνιση του ορθόδοξου ιερέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθολικά — καθολικός general neut nom/voc/acc pl καθολικά̱ , καθολικός general fem nom/voc/acc dual καθολικά̱ , καθολικός general fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικῶν — καθολικός general fem gen pl καθολικός general masc/neut gen pl καθολικός general masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικόν — καθολικός general masc acc sg καθολικός general neut nom/voc/acc sg καθολικός general masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικώτερον — καθολικός general adverbial comp καθολικός general masc acc comp sg καθολικός general neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλαιοκαθολικός — Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα. Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η… …   Dictionary of Greek

  • καθολικοῖς — καθολικός general masc/neut dat pl καθολικός general masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικοί — καθολικός general masc nom/voc pl καθολικός general masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικοῦ — καθολικός general masc/neut gen sg καθολικός general masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»