-
1 καθολικός
[*][католикос) εκ. общий, все. общий, (εκκλ.) католический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθολικός
-
2 καθολικός
[католикос] ουσ. а. католикΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθολικός
-
3 католик
-
4 католический
-
5 универсальный
-
6 всеобщий
всео́бщ||ийприл γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:\всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους. -
7 всеобъемлющий
επ., βρ: -лиц, -а, -еκαθολικός•всеобъемлющий ум аристотеля ο καθολικός νους του Αριστοτέλη.
-
8 католический
επ.καθολικός•католический священник καθολικός ιερέας (φραγκόπαπας).
-
9 поголовный
1. (исчисляемый по головам) κατά κεφαλή(ν) 2. (всеобщий) γενικός, καθολικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поголовный
-
10 универсальный
γενικός, καθολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > универсальный
-
11 всеобъемлющий
всеобъемлющийприл καθολικός, ὁλοκληρωτικός, γενικός, πάγκοινος:\всеобъемлющий ум τό καθολικό μυαλό, ὁ πολυμαθής. -
12 католик
катол||икм ὁ καθολικός. -
13 католический
катол||и́ческийприл καθολικός. -
14 костел
костелм ὁ καθολικός ναός (στή Πολωνία). -
15 сплошной
сплошн||ойприл ὁλοκληρωτικός, καθολικός, γενικός:\сплошной гул ὁ συνεχής βόμβος· \сплошнойа́я электрификация ὁ γενικός ἐξηλεκτρισμός· \сплошной лес ἀτέλειωτο δάσος· ◊ \сплошной вздор ἀνοησίες ἀπ' τήν ἀρχή δις τό τέλος· \сплошной вымысел καθαρή ἐπινόηση -
16 универсальный
универсальныйприл γενικός, καθολικός:\универсальныйые знания οἱ γενικές γνώσεις· \универсальныйое средство ἡ πανάκεια, γιατρικό γιά ὅλες τίς ἀσθένειες· \универсальный магазин см. универмаг. -
17 католик
[κατόλικ] ουσ. α. καθολικός -
18 костёл
[καστιόλ] ουσ. α. καθολικός ναός -
19 костёл
[καστιόλ] ουσ. α. καθολικός ναός -
20 католик
[κατόλικ] ουσ α καθολικός
См. также в других словарях:
καθολικός — general masc nom sg καθολικός general masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… … Dictionary of Greek
καθολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός: Ο πρόεδρος βγήκε με καθολική ψηφοφορία. 2. ο δυτικός, ο ρωμαιοκαθολικός: Η εξωτερική εμφάνιση του καθολικού ιερέα διαφέρει από την αντίστοιχη εμφάνιση του ορθόδοξου ιερέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθολικά — καθολικός general neut nom/voc/acc pl καθολικά̱ , καθολικός general fem nom/voc/acc dual καθολικά̱ , καθολικός general fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικῶν — καθολικός general fem gen pl καθολικός general masc/neut gen pl καθολικός general masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικόν — καθολικός general masc acc sg καθολικός general neut nom/voc/acc sg καθολικός general masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικώτερον — καθολικός general adverbial comp καθολικός general masc acc comp sg καθολικός general neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιοκαθολικός — Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα. Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η… … Dictionary of Greek
καθολικοῖς — καθολικός general masc/neut dat pl καθολικός general masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικοί — καθολικός general masc nom/voc pl καθολικός general masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικοῦ — καθολικός general masc/neut gen sg καθολικός general masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)