-
1 καθιστός
[катистос] εκ. сидящий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθιστός
-
2 сидячий
-
3 сидящий
επ.καθιστός, καθήμενος•стрелять на -ую птицу πυροβολώ στο καθιστό πουλί•
уснуть в -ем положении κοιμούμαι καθιστός•
-ие места καθιστές θέσεις.
|| καθιστικός•-ая жизнь καθιστική ζωή.
εκφρ.- ие животные – ακίνητα ζώα (σπόγγοι, κοράλλια). -
4 сидячий
сидяч||ийприл καθισμένος, καθιστός, καθήμενος:\сидячий образ жи́зии ἡ καθιστική ζωή· в \сидячийем положении καθιστά. -
5 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
6 улечься
улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягсяρ.σ.1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.
|| χωρώ καθιστός.2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.
3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•-гся ветер κόπασε ο άνεμος•
-гся холод έσπασε το κρύο•
-глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.
См. также в других словарях:
καθιστός — ή, ό [καθίζω] 1. καθήμενος, καθισμένος, αυτός που κάθεται 2. (για πάσσαλο, δοκάρι κ.λπ.) ο μπηγμένος κάπου κάθετα … Dictionary of Greek
καθιστός — ή, ό επίρρ. ά καθισμένος: Δε μιλούν καθιστοί στους ανωτέρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
ακάθιστος — η, ο (Μ ἀκάθιστος, ον) (MN) 1. αυτός που παραμένει όρθιος γιατί δεν βρίσκει θέση ή δεν τού επιτρέπουν να καθίσει 2. αυτός που μετακινείται συνεχώς 3. ο Ακάθιστος βλ. Ακάθιστος Ύμνος νεοελλ. 1. ο ακούραστος, ο άοκνος 2. (για πράγματα) αυτό που δεν … Dictionary of Greek
ακαρέκλιαστος — (για κληρικό) εκείνος που δεν θάβεται καθιστός σε καρέκλα, αλλά ξαπλωμένος σε φέρετρο, όπως οι λαϊκοί … Dictionary of Greek
ανακαθέζομαι — ἀνακαθέζομαι (Μ) σηκώνομαι και μένω καθιστός στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καθέζομαι] … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
θαζός — θαζός, ή, όν (Α) [θάζω] καθιστός … Dictionary of Greek