-
1 καθιέρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιέρευσις
-
2 καθιερεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερεύω
-
3 καθιερουργέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερουργέω
-
4 καθιερόω
A dedicate, devote, Hdt.1.92, 164;τῇ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα.. πεντακισχιλίους στατῆρας Lys.19.39
;τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg. 745d
;Χώραν Aeschin.3.109
; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι κ. Plu.Cam.21;τὸ θέατρον D.C.39.38
, cf. SIG 791B5 (Delph., i A.D.), etc.:—[voice] Pass., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος [pron. full] [ῑ] A.Eu. 304; ἡ Κιρραία Χώρα καθιερώθη was consecrated, D.18.149;καθιερωμένα ἀναθήματα Plb.7.14.3
, cf. 3.22.1; οἱ καθιερούμενοι τῷ Διΐ his priests, S.E.P.3.224.2 set up, establish as sacred, :—[voice] Pass., νόμιμον καθιερωθέν ib. 839c;δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Plb.9.36.9
.--Prose word, used once by A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερόω
-
5 καθιέρωσις
A dedication, Aeschin.3.46, D.H. 6.1, J.AJ19.7.5, Ph.2.234, Plu.Publ.15, BMus.Inscr.481*.21 (pl.), etc.: [dialect] Dor. [full] καθιάρωσις Schwyzer 203.9 (Crete, from Teos, iii/ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιέρωσις
-
6 καθιερωτέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερωτέος
-
7 καθιερωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερωτικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский