-
1 καθησυχαζω
-
2 καθησυχάζω
καθησῠχάζω, strengthd. for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 ([place name] Trajan):—[voice] Med., [tense] fut.Aκαθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθησυχάζω
-
3 καθησυχάζω
1. μετ. успокаивать (гнев); смягчать (боль);2. αμετ. успокаиваться; обретать покой; утихать -
4 καθησυχάζω
[катисихазо] р. успокаивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθησυχάζω
-
5 καθησυχάζω
[катисихазо] ρ успокаивать. -
6 καθησυχάζω
-
7 καθησυχάζω
bercer -
8 καθησυχάζω
1) comfort2) reassureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθησυχάζω
-
9 reassure
καθησυχάζω -
10 καθησυχασάντων
καθησυχάζωaor part act masc /neut gen plκαθησυχάζωaor imperat act 3rd pl -
11 καθησυχάζει
καθησυχάζωpres ind mp 2nd sgκαθησυχάζωpres ind act 3rd sg -
12 καθησυχάσομαι
καθησυχάζωaor subj mid 1st sg (epic)καθησυχάζωfut ind mid 1st sg -
13 καθησύχαζε
καθησυχάζωpres imperat act 2nd sgκαθησυχάζωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
14 καθησυχασθέντων
καθησυχάζωaor part pass masc /neut gen pl -
15 καθησυχάζειν
καθησυχάζωpres inf act (attic epic) -
16 καθησυχάσαντες
καθησυχάζωaor part act masc nom /voc pl -
17 καθησυχάσαντος
καθησυχάζωaor part act masc /neut gen sg -
18 καθησυχάσουσα
καθησυχάζωfut part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
19 καθησύχασαν
καθησυχάζωaor ind act 3rd pl (homeric ionic) -
20 καθησύχασον
καθησυχάζωaor imperat act 2nd sg
См. также в других словарях:
καθησυχάζω — καθησυχάζω, καθησύχασα, καθησυχασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — καθησύχασα, καθησυχασμένος 1. ησυχάζω κάποιον, κάνω κάποιον να βρει την ησυχία του: Ήταν πολύ αναμμένος, αλλά τον καθησύχασα. 2. ηρεμώ, καταπραΰνομαι: Ύστερα απ αυτές τις υποσχέσεις καθησύχασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθησυχασάντων — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen pl καθησυχάζω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζει — καθησυχάζω pres ind mp 2nd sg καθησυχάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσομαι — καθησυχάζω aor subj mid 1st sg (epic) καθησυχάζω fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησύχαζε — καθησυχάζω pres imperat act 2nd sg καθησυχάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχασθέντων — καθησυχάζω aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζειν — καθησυχάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντες — καθησυχάζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντος — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)