-
1 καθηδύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηδύνω
-
2 καθηδύνω
καθ-ηδύνω, sehr süßen, würzen
См. также в других словарях:
καθηδύνω — (AM καθηδύνω) 1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω 2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδύνω (< ἡδύς)] … Dictionary of Greek