-
1 καθεψιάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεψιάομαι
-
2 καθεψιάομαι
καθ-εψιάομαι: make sport of; τινός, Od. 19.372†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθεψιάομαι
-
3 καθεψιόωνται
καθεψιάομαιmock at: pres subj mp 3rd pl (epic)καθεψιάομαιmock at: pres ind mp 3rd pl (epic)καθεψιάομαιmock at: pres subj mp 3rd pl (epic)καθεψιάομαιmock at: pres ind mp 3rd pl (epic) -
4 καθεψιάσθαι
-
5 καθεψιᾶσθαι
См. также в других словарях:
καθεψιόωνται — καθεψιάομαι mock at pres subj mp 3rd pl (epic) καθεψιάομαι mock at pres ind mp 3rd pl (epic) καθεψιάομαι mock at pres subj mp 3rd pl (epic) καθεψιάομαι mock at pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεψιᾶσθαι — καθεψιάομαι mock at pres inf mp καθεψιάομαι mock at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)