-
1 καθεστηκοτως
-
2 καθεστηκότως
καθεστηκότωςfixedly: indeclform (adverb) -
3 καθεστηκότως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεστηκότως
-
4 καθεστηκότως
καθ-εστηκότως, gesetzt, ruhig, ordentlich -
5 καθεστώτως
καθεστώτως, Adv.A = καθεστηκότως, steadily, πορεύεσθαι prob. in D.Chr.31.162.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεστώτως
См. также в других словарях:
καθεστηκότως — (Α) επίρρ. ορισμένα, σταθερά, ήσυχα, κανονικά, με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. πρκ. καθεστηκώς, ότος τού ρ. καθίστημι] … Dictionary of Greek
καθεστηκότως — fixedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)