-
1 καθελκυσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθελκυσμός
-
2 καθελκυσμός
καθ-ελκυσμός, ὁ, das Herunterziehen, εἰς ϑάλασσαν, vom Schiffe -
3 καθελκυσμόν
καθελκυσμόςlaunching: masc acc sg -
4 καθέλκυση
[-ις (-εως)] η, καθέλκυσμός ο1) стаскивание, спускание вниз (чего-л.); 2) спуск судна на воду
См. также в других словарях:
καθελκυσμός — ο (Α καθελκυσμός) [καθελκύω] το να τραβά κάποιος καινούργιο πλοίο από τις εσχάρες τού ναυπηγείου στη θάλασσα, η καθέλκυση αρχ. κατολίσθηση, καθίζηση … Dictionary of Greek
καθελκυσμόν — καθελκυσμός launching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)