-
1 καθεκτών
καθέκτηςtrap-door: masc gen plκαθεκτόςto be held back: fem gen plκαθεκτόςto be held back: masc /neut gen pl -
2 καθεκτῶν
καθέκτηςtrap-door: masc gen plκαθεκτόςto be held back: fem gen plκαθεκτόςto be held back: masc /neut gen pl -
3 καθεκτός
A to be held back, checked,θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2
, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained,μάχεσθαι Id.Her.10.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεκτός
См. также в других словарях:
καθεκτῶν — καθέκτης trap door masc gen pl καθεκτός to be held back fem gen pl καθεκτός to be held back masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… … Dictionary of Greek