Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθαπτή

См. также в других словарях:

  • καθάπτῃ — καθάπτω fasten pres subj mp 2nd sg καθάπτω fasten pres ind mp 2nd sg καθάπτω fasten pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαπτής — καθαπτής, ὁ ἡ καθαπτή, ἡ (Α) πάπ. είδος αγγείου, βάζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ απτός < καθάπτω «συνάπτω, συνδέω». Είδος σκεύους που έλαβε αυτή την ονομ. επειδή μεταφερόταν με λουριά δεμένα στις λαβές του] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»