-
1 καθαιρετέον
καθαιρετέοςto be put down: masc acc sgκαθαιρετέοςto be put down: neut nom /voc /acc sg -
2 καθαιρετέος
II καθαιρετέον one must put down, overthrow,κ. καὶ καταγωνιστέον τινάς Aristid. 1.445J.
;κ. ἐξ ἀκροπόλεως τὴν τυραννίδα Them.Or.21.256a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρετέος
-
3 καθαιρετός
A able to be achieved,ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμῃ προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστὶ μελέτῃ Th.1.121
(v.l. καθαιρετέον, but cf. D.C.Fr.43.11).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρετός
См. также в других словарях:
καθαιρετέον — καθαιρετέος to be put down masc acc sg καθαιρετέος to be put down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)