-
1 καθιζω
ион. κατίζω (fut. καθίσω - атт. καθιῶ, aor. ἐκάθισα - атт. καθῖσα - эп. κάθισα, pf. κεκάθικα, эп. part. καθίσσας - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)1) сажать, усаживать(τινὰ ἐπὴ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὴ θρόνου Hom., NT. и εἰς θρόνον Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT.)
2) тж. med. садиться(ἐν θρόνοισι, ἐπὴ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.)
3) сидеть(μετ΄ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὴ γῆς Arst.)
4) помещать(τινὰ ἐπ΄ οἰκήματος Her.)
5) созывать, устраивать(ἀνδρῶν ἀγοράς Hom.; δικαστήριον Arph. - ср. 12; τέν σύγκλητον Plut.)
; созывать на совещание(τοὺς νομοθέτας Dem.)
6) (публично) заседатьκ. καὴ δικᾶν Her. — заседать в суде, творить суд
7) размещать, располагать(στρατόν Eur.; τέν στρατιάν Thuc.)
8) располагаться, размещаться(ἐπὴ τέν Μητρόπολιν Thuc.)
9) находиться, жить10) ставить, расставлять(φύλακας Xen.)
11) делать, устраиватьκ. ἐνέδραν Plut. — устраивать засаду
12) устанавливать, учреждать(δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5)
13) назначать(δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT.)
τέν βουλέν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. — возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами14) вынуждать, заставлять15) садиться на мель, оказываться на мели Polyb.
См. также в других словарях:
καθίσω — καθίζω aB* fut ind act 1st sg καθίζω aB* aor subj act 1st sg καθίζω aB* aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… … Dictionary of Greek
σκαμνί — το / σκαμνίον, ΝΜ [σκάμνον] απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για τη ράχη νεοελλ. μτφ. 1. εδώλιο για τους κατηγορουμένους 2. φρ. «θα σέ καθίσω στο σκαμνί» θα σέ πάω στα δικαστήρια … Dictionary of Greek
θρονιάζω — θρόνιασα, θρονιάστηκα, θρονιασμένος 1. βάζω κάποιον να καθίσει άνετα. 2. το μέσ., θρονιάζομαι, κάθομαι κάπου άνετα: Έτσι που θρονιάστηκα δε σηκώνομαι με τίποτα. – Εσύ καλά θρονιάστηκες, εγώ πού να καθίσω; 3. πάω και μένω κάπου σαν να είχα το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)