Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καθέζεσθαι

  • 1 Bestride

    v. trans.
    P. and V. καθῆσθαι ἐπ (gen. or dat.), καθέζεσθαι ἐπ (gen. or dat.).
    Bestriding: V. βεβὼς ἐπ (gen.); see Mount.
    Bestriding a horse, adj.: Ar. and V. ἱπποβμων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bestride

  • 2 Encamp

    v. trans.
    P. and V. καθίζειν (Eur., Heracl. 664), P. ἱδρύειν (Thuc. 4, 104).
    V. intrans. P. and V. ἱδρύεσθαι, P. στρατοπεδεύεσθαι, ὅπλα τίθεσθαι; see Bivouac.
    Encamp against: P. ἀντιστρατοπεδεύεσθαι (dat. or absol.), ἀντικαθέζεσθαι (absol.).
    Encamp in ( a place): P. ἐνστρατοπεδεύειν (absol.), ἐγκαθέζεσθαι (absol.), ἐναυλίζεσθαι (absol.) (act. used once in V.).
    Be encamped: P. and V. καθῆσθαι, P. καθέζεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Encamp

  • 3 Sanctuary

    subs.
    Temple: P. and V. νεώς, ὁ, ἱερόν, τό, δυτον, τό, Ar. and V. ναός, ὁ; see Temple.
    Place of refuge: P. and V. καταφυγή, ἡ, ἀποστροφή, ἡ, P. ἀποφυγή, ἡ; see Refuge.
    Fly for sanctuary to a temple: P. πρὸς ἱερὸν ἱκέτης καθέζεσθαι.
    Rights of sanctuary: use P. and V. δεια, ἡ.
    Protection: P. and V. φυλακή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sanctuary

  • 4 Sit

    v. trans.
    P. and V. καθίζειν, V. ἵζειν, ἱδρειν; see Seat.
    At meals: Ar. and P. κατακλνειν.
    V. intrans. P. and V. καθῆσθαι, καθίζειν, καθέζεσθαι, Ar. and V. ἵζειν (also Plat. but rare P.), ἵζεσθαι, ἕζεσθαι, V. ἧσθαι, καθιζνειν, ἱδρῦσθαι (perf. pass. of ἱδρύειν), θακεῖν, θάσσειν.
    Sit at meals: Ar. and P. κατακλνεσθαι.
    Sit in an official capacity: P. καθῆσθαι, καθίζειν, καθίζεσθαι.
    With others: Ar. and P. συγκαθῆσθαι.
    Sit at: V. ἐφῆσθαι (acc. or dat.), προσῆσθαι (dat.), προσίζειν (acc.), παρῆσθαι (dat.).
    Sit by: see sit at.
    Sit by a person: Ar. and P. παρακαθῆσθαι (dat. or absol.), παρακαθίζεσθαι (dat. or absol.), P. συμπαρακαθίζεσθαι μετά ( gen); transitively, see Seat.
    Sit by as assessor: see Assessor.
    Sit down: P. and V. καθῆσθαι; use sit.
    Sit down before a town ( to besiege it): P. προσκαθέζεσθαι (acc.), προσκαθῆσθαι (acc.); see Besiege.
    Sit idle: P. and V. καθῆσθαι, V. θάσσειν.
    Sit near: see sit at, sit by.
    Sit on: use P. and V. verb, sit with, εἰς (acc.), or V. ἐνθακεῖν (dat.), ἐφῆσθαι (dat.), καθίζειν (acc.), Ar. and P. καθίζειν ἐπ (acc.).
    Make to sit on: P. ἐγκαθίζειν (τινὰ εἴς τι).
    Sit together: P. and V. συγκαθῆσθαι, P. συγκαθέζεσθαι.
    At meals: Ar. συγκατακλνεσθαι.
    Sit up: P. ἀνακαθίζεσθαι.
    Keep awake: P. ἀγρυπνεῖν.
    Sit up for, watch for: P. and V. τηρεῖν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sit

См. также в других словарях:

  • καθέζεσθαι — κατά ἕζομαι seat oneself pres inf mp (epic) κατά καθέζομαι sit down pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • сидеть — сижу, укр. сидiти, сиджу, блр. сiдзець, сiджу, ст. слав. сѣдѣти, сѣждѫ καθέζεσθαι, καθῆσθαι (Клоц., Супр.), болг. седя (Младенов 577), сербохорв. диал. сjѐдити, сjѐди̑м, словен. sẹdẹti, sedim, чеш. seděti, слвц. sеdiеt᾽, польск. siedziec,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • οκκύλαι — ὀκκῡλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀκλάσαι, καὶ ἐπὶ τῶν πτερ < ν>ῶν καθέζεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] …   Dictionary of Greek

  • πρόκυμμα — ύμματος τὸ, Μ [προκύπτω] (στο Βυζάντιο) η αίθουσα τού θρόνου («ἐν τῷ τοῡ προκύμματος μέσῳ, ἐν ᾧ τόπῳ εἴθισται τοῑς βασιλεῡσιν ἐπὶ θρόνου καθέζεσθαι τελουμένου δεξίμου», Κ. Πορφ.) …   Dictionary of Greek

  • χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… …   Dictionary of Greek

  • χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • ДОБРОТОЛЮБИЕ — Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. [греч. Θιλοκαλία],… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»