Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καθάρσιος

См. также в других словарях:

  • Καθάρσιος — cleansing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • καθάρσιος — κάθαρσις cleansing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) καθάρσιος cleansing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρσίως — καθάρσιος cleansing adverbial καθάρσιος cleansing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρσιον — καθάρσιος cleansing masc/fem acc sg καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρσιώτερα — καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καθαρσίοις — Καθάρσιος cleansing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρσίοις — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καθαρσίοισι — Καθάρσιος cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρσίοισι — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καθαρσίου — Καθάρσιος cleansing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»