-
1 казахский
-
2 казахский
казах||скийприл ка-ζάχιος, καζάχικος. -
3 казахский
επ.καζάχικος.
См. также в других словарях:
καζαχικός — ή, ό και καζάχικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Καζαχστάν ή στους Καζάχους («καζαχική γλώσσα») … Dictionary of Greek