-
1 καδίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καδίσκιον
См. также в других словарях:
καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] … Dictionary of Greek