Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καβαλλαρικός

См. также в других словарях:

  • καβαλλαρικός — καβαλλαρικός, ή, όν (AM, Μ και καβαλαρικός, ή, όν) [καβαλλάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν οι ιππείς, το ιππικό 2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου»… …   Dictionary of Greek

  • καβαλλαρικός — nag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικά — καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc pl καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc/acc dual καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικῶν — καβαλλαρικός nag fem gen pl καβαλλαρικός nag masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικόν — καβαλλαρικός nag masc acc sg καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικαῖς — καβαλλαρικός nag fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοῖς — καβαλλαρικός nag masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοί — καβαλλαρικός nag masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοῦ — καβαλλαρικός nag masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικῆς — καβαλλαρικός nag fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρική — καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»