-
1 καβαλλαρικός
καβαλλαρικόςnag: masc nom sg -
2 καβαλλαρικά
καβαλλαρικόςnag: neut nom /voc /acc plκαβαλλαρικά̱, καβαλλαρικόςnag: fem nom /voc /acc dualκαβαλλαρικά̱, καβαλλαρικόςnag: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 καβαλλαρικόν
καβαλλαρικόςnag: masc acc sgκαβαλλαρικόςnag: neut nom /voc /acc sg -
4 καβαλλαρικοί
καβαλλαρικόςnag: masc nom /voc pl -
5 καβαλλαρική
καβαλλαρικόςnag: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 καβαλλαρικήν
καβαλλαρικόςnag: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 καβαλλαρικών
-
8 καβαλλαρικῶν
-
9 καβαλλαρικής
-
10 καβαλλαρικῆς
-
11 καβαλλαρικαίς
-
12 καβαλλαρικαῖς
-
13 καβαλλαρικοίς
-
14 καβαλλαρικοῖς
-
15 καβαλλαρικού
-
16 καβαλλαρικοῦ
-
17 καβαλλαρικώ
-
18 καβαλλαρικῷ
-
19 καβαλλαρικάς
καβαλλαρικά̱ς, καβαλλαρικόςnag: fem acc pl -
20 καβάλλης
A nag, Lat. caballus, Plu.2.828e;= ἐργάτης ἵππος, Hsch.:—hence [full] καβαλλαρικός, ή, όν, of or for a horse,μύλος Edict.Diocl.15.52
;τάπης 19.22
: [full] καβαλλάτιον, τό,= κυνόγλωσσον, Ps.Dsc. 4.127.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καβάλλης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καβαλλαρικός — καβαλλαρικός, ή, όν (AM, Μ και καβαλαρικός, ή, όν) [καβαλλάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν οι ιππείς, το ιππικό 2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου»… … Dictionary of Greek
καβαλλαρικός — nag masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικά — καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc pl καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc/acc dual καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικῶν — καβαλλαρικός nag fem gen pl καβαλλαρικός nag masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικόν — καβαλλαρικός nag masc acc sg καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικαῖς — καβαλλαρικός nag fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικοῖς — καβαλλαρικός nag masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικοί — καβαλλαρικός nag masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικοῦ — καβαλλαρικός nag masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρικῆς — καβαλλαρικός nag fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλλαρική — καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)