-
1 сгореть
ρ.σ.1. καίομαι•дом сгорел το σπίτι κάηκε•
драва в печи -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.
2. χαλνώ, αποσυντ ίθεμαι, καίομαι•хлеб -ел в закроме το σιτάρι άναψε στο αμπάρι.
|| καίομαι, ψήνομαι στον ήλιο.3. ξηραίνομαι, στεγνώνομαι•трава -ла το χορτάρι, ξηράθηκε (στον ήλιο).
4. μτφ. εξαντλούμαι πρλύ, καταβάλλομαι• καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.5. πεθαίνω•он -л от водки πέθανε από τη βότκα (τον έκαψε η βότκα).
6. μτφ. κατέχομαι, από σφοδρό αίσθημα•сгореть от нетерпения με τρώει (κατατρύχει) η ανυπομονησία.
-
2 сгорать
-
3 догореть
-ритρ.σ.καίομαι, αποκαίομαι, καίομαι ως το τέλος, σβήνω•свечи -ли τα κηριά κάηκαν•
заря -ла το λυκαυγές έσβησε, έφεξε καλά.
-
4 отгореть
-рю, -ришьρ.σ.1. σβήνω, καίομαι ως το τέλος.2. καίομαι. -
5 прогореть
ρ.σ.1. καίω, καίομαι•дрова в печке -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.
|| καίομαι, τρυπιέμαι από το πολύ κάψιμο•сковорода -ла το τηγάνι τρύπησε από το πολύ κάψιμο.
2. μετατρέπομαι σε κάρβουνο, διακαίομαι.3. μτφ. χρεοκοπώ, ξεπέφτω, σβήνω. || αποτυχαινω•моё путешествие -ло το ταξίδι μου ναυάγισε (δεν πραγματοποιήθηκε).
4. καίω (για ένα χρον. διάστημα)•лампа -ла всю ночь η λάμπα έκαψε όλη τη νύχτα.
-
6 выгорать
выгоратьнесов1. καίομαι, ἀποτεφρώνομαι·2. (от солнца) ξεβάφω, ξεθωριάζω. -
7 истлевать
истлеватьнесов, истлеть сов λυώνω, σαπίζω, σήπομαι (сгнивать)/ καίομαι, ἀποτεφρώνομαι (сгорать). -
8 обжигаться
обжигать||ся1. καίομαι, καίγομαι·2. перен, разг τήν παθαίνω. -
9 перегорать
перегоратьнесов, перегореть сов καίομαι:лампа перегорела ἡ λάμπα κάηκε. -
10 пригорать
пригор||атьнесов καίομαι. -
11 прогорать
прогоратьнесов, прогореть сов1. (о дровах и т. п.) καίομαι, καταναλίσκομαι·2. (какое-л. время) καίω (ορισμένη ὠρα):лампа прогорела всю ночь ἡ λάμπα ἔκαιε ὅλην τήν νύκτα·3. перен разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω/χρεωκοπώ, πτωχεύω (разориться):де́ло прогорело ἡ δουλειά ἀπέτυχε. -
12 выжигать
-
13 обуглить
ρ.σ.μ. καρβουνιάζω, ανθρακοποιώ, καίω επιφανειακά.ανθρακοποιούμαι, καίομαι επιφανειακά, καρβουνιάζω. -
14 перегореть
-рит ρ.σ.1. καίομαι, αχρηστεύομαι από το κάψιμο•лампа -ла η λάμπα κάηκε.
2. αποτεφρώνομαι•дрова в печке -ли τα καυσόξυλα στη θερμάστρα κάηκαν.
|| (για αισθήματα, συγκίνηση κ.τ.τ.)• περνώ, σβήνω, εκλείπω περνά η φούρια.3. (για φαγητό) καίγομαι λίγο•мисо -ло το κρέας κάηκε λίγο.
4. σαπίζω, χωνεύω•навоз -л η κόπρος χώνεψε.
-
15 прижигать
-
16 припаливать
См. также в других словарях:
καίομαι — καίω kindle pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
επαίθομαι — ἐπαίθομαι (Α) καίομαι … Dictionary of Greek
θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ … Dictionary of Greek
καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek
καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που … Dictionary of Greek
καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καίω — καίω, έκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπαδιάζω — λαμπάδιασα, λαμπαδιασμένος, αμτβ., βγάζω φλόγες, καίομαι: Η αποθήκη λαμπάδιασε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)