-
21 обгорать
обгоратьнесов, обгореть сов καίγομαι, καταστρέφομαι ἀπό πυρκαΐά. -
22 обжигаться
обжигать||ся1. καίομαι, καίγομαι·2. перен, разг τήν παθαίνω. -
23 пережариваться
пережаривать||сяπαραψήνομαι, παρατηγανίζομαι, καίγομαι στό ψήσιμο. -
24 погореть
погоре||тьсов1. (сгореть) разг γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι / πυρπολοῦ-μαι, καίγομαι (о лесе):деревня \погоретьла τό χωριό ἀποτεφρώθηκε·2. (о людях) разг καταστρέφομαι, μπαίνω μέσα·3. (некоторое время) καίγω λίγη ὠρα, ἀνάβω γιά λίγο. -
25 подгорать
подгор||атьнесов καίγομαι:молоко́ \подгоратьает τό γάλα κάηκε. -
26 пылать
пылатьнесов1. (ярко гореть) καίγομαι, φλέγομαι·2. (от прилива крови) εἶμαι κατακόκκινος·3. перен (каким-л. чувством) φλέγομαι:\пылать любовью εἶμαι φλογερά ἐρωτευμένος, φλέγομαι ἀπό ἐρωτα· \пылать гневом βράζω ἀπό θυμό. -
27 δίψα
η1) прям., перен. жажда;καίγομαι απ' τη δίψα — томиться жаждой;
πεθαίνω της δίψας — сильно хотеть пить, умирать от жажды;
τούτο κόφτει ( — или σβύνει) την δίψα — это утоляет жажду;
ξεράθηκε η γλωσσά μου από τη δίψα — во рту у меня пересохло;
δίψα γνώσεων (δόξης) — жажда знаний (славы);
δίψα γιά εξουσία (εκδίκηση, αίμα) — жажда власти (мести, крови);
2) пристрастие (к напиткам);έχει μεγάλη δίψα γιά κρασί — он любит выпить
-
28 επιθυμία
η желание, охота; стремление; аппетит (тж. перен.);σαρκική επιθυμία — похоть;
σφοδρή επιθυμία — вожделение;
φανερώνω επιθυμία — изъявлять желание;
έχω επιθυμία να... — иметь желание...;
καίγομαι ( — или φλέγομαι) από την επιθυμία — гореть желанием;
παρά ( — или αντίθετα με) την επιθυμία — против желания;
παρ' όλη την επιθυμία μου — при всём желании
-
29 καίγω
см. καίω;καίγομαι см. καίομαι;
§ καίγεται η καρδιά μου — у меня сердце разрывается;
καρφί δεν τού καίγεται! — ему хоть бы что!
-
30 burn
[bə:n] 1. past tense, past participles - burned, burnt; verb1) (to destroy, damage or injure by fire, heat, acid etc: The fire burned all my papers; I've burnt the meat.) καίω2) (to use as fuel.) καίω, καταναλώνω3) (to make (a hole etc) by fire, heat, acid etc: The acid burned a hole in my dress.) καίω4) (to catch fire: Paper burns easily.) καίγομαι2. noun(an injury or mark caused by fire etc: His burns will take a long time to heal; a burn in the carpet.) έγκαυμακάψιμο- burner -
31 fuse
I 1. [fju:z] verb1) (to melt (together) as a result of great heat: Copper and tin fuse together to make bronze.) (συν)τήκω, συγχωνεύω2) ((of an electric circuit or appliance) to (cause to) stop working because of the melting of a fuse: Suddenly all the lights fused; She fused all the lights.) καίω,καίγομαι2. noun(a piece of easily-melted wire included in an electric circuit so that a dangerously high electric current will break the circuit and switch itself off: She mended the fuse.) ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος- fusionII [fju:z] noun(a piece of material, a mechanical device etc which makes a bomb etc explode at a particular time: He lit the fuse and waited for the explosion.) φιτίλι -
32 go up in smoke/flames
(to catch fire; to be destroyed or damaged by fire etc: The building across the street went up in flames.) καίγομαι -
33 выгорать
[βυγκαράτ'] ρ. καίγομαι -
34 обгорать
[αμπγκαράτ*] ρ. καίγομαι -
35 обжигаться
[αμπζυγκάτ'σα] ρ. καίγομαι -
36 прогорать
[πραγκαράτ"] ρ. καίγομαι, καίω -
37 пылать
[πυλάτ'] ρ. καίγομαι -
38 выгорать
[βυγκαράτ'] ρ καίγομαι -
39 обгорать
[αμπγκαράτ'] ρ καίγομαι -
40 обжигаться
[αμπζυγκάτ'σα] ρ καίγομαι
См. также в других словарях:
καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαφταίνω — καίγομαι, ανάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἁφταίνω «καίγομαι» (< ἅφτω / ἅπτω)] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κατατύφομαι — (Α) 1. καίγομαι σιγά σιγά 2. μτφ. πιέζομαι ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύφομαι «καίγομαι σιγά σιγά, καπνίζω»] … Dictionary of Greek
λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι … Dictionary of Greek
παραπίμπραμαι — Α καίγομαι, φλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίμπραμαι «καίγομαι»] … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
προανθρακούμαι — όομαι, Μ καίγομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνθρακοῦμαι «καίγομαι, μεταβάλλομαι σε άνθρακα»] … Dictionary of Greek
φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek