-
1 δίψα
η1) прям., перен. жажда;καίγομαι απ' τη δίψα — томиться жаждой;
πεθαίνω της δίψας — сильно хотеть пить, умирать от жажды;
τούτο κόφτει ( — или σβύνει) την δίψα — это утоляет жажду;
ξεράθηκε η γλωσσά μου από τη δίψα — во рту у меня пересохло;
δίψα γνώσεων (δόξης) — жажда знаний (славы);
δίψα γιά εξουσία (εκδίκηση, αίμα) — жажда власти (мести, крови);
2) пристрастие (к напиткам);έχει μεγάλη δίψα γιά κρασί — он любит выпить
-
2 επιθυμία
η желание, охота; стремление; аппетит (тж. перен.);σαρκική επιθυμία — похоть;
σφοδρή επιθυμία — вожделение;
φανερώνω επιθυμία — изъявлять желание;
έχω επιθυμία να... — иметь желание...;
καίγομαι ( — или φλέγομαι) από την επιθυμία — гореть желанием;
παρά ( — или αντίθετα με) την επιθυμία — против желания;
παρ' όλη την επιθυμία μου — при всём желании
-
3 καίγω
см. καίω;καίγομαι см. καίομαι;
§ καίγεται η καρδιά μου — у меня сердце разрывается;
καρφί δεν τού καίγεται! — ему хоть бы что!
См. также в других словарях:
καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαφταίνω — καίγομαι, ανάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ἁφταίνω «καίγομαι» (< ἅφτω / ἅπτω)] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κατατύφομαι — (Α) 1. καίγομαι σιγά σιγά 2. μτφ. πιέζομαι ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύφομαι «καίγομαι σιγά σιγά, καπνίζω»] … Dictionary of Greek
λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι … Dictionary of Greek
παραπίμπραμαι — Α καίγομαι, φλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίμπραμαι «καίγομαι»] … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
προανθρακούμαι — όομαι, Μ καίγομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνθρακοῦμαι «καίγομαι, μεταβάλλομαι σε άνθρακα»] … Dictionary of Greek
φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek