-
1 κίττησις
κίσσησις, κίσσησιςfem nom sg -
2 κίττα
A v. κιξάλλης. [full] κιττάναλον· ἡ κρησέρα ( κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). [full] κίτταρις, v. κίδαρις. [full] κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. [full] κιττός, [full] κιττοφόρος, [full] κίττωσις, etc., [dialect] Att. for κισς-.
См. также в других словарях:
κίττησις — κίττησις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κίσσησις … Dictionary of Greek
κίττησις — κίσσησις , κίσσησις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) … Dictionary of Greek