Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κίττησις

См. также в других словарях:

  • κίττησις — κίττησις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κίσσησις …   Dictionary of Greek

  • κίττησις — κίσσησις , κίσσησις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»