-
1 κίτρινος
κίτρινος, citronenfarbig, VLL.
-
2 κίτρινος
κίτρινοςof the citron-tree: masc nom sg -
3 κίτρινος
III κίτρινον, τό, a yellowish salve, Paul.Aeg.7.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίτρινος
-
4 κίτρινος,
κίτρινος, u. κιτρινό-χροος, zitronenfarbig -
5 κίτρινος
-
6 κίτρινος
[китринос] επ желтый. -
7 κίτρινος
groc-groga -
8 κίτρινος
1) blême2) jaune -
9 κίτρινος
1) blady przym.2) żółty przym. -
10 κίτρινος
1) bledý2) žluť3) žlutost4) žlutý -
11 κίτρινος
1) sallow2) yellowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κίτρινος
-
12 Κίτρινος ποταμός
ο р. Хуанхэ -
13 κιτρίνη
κίτρινοςof the citron-tree: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κίτρινοςof the citron-tree: fem dat sg (attic epic ionic) -
14 κίτρινον
κίτρινοςof the citron-tree: masc acc sgκίτρινοςof the citron-tree: neut nom /voc /acc sg -
15 κιτρίνην
κίτρινοςof the citron-tree: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κιτρίνης
κίτρινοςof the citron-tree: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 κιτρίνου
κίτρινοςof the citron-tree: masc /neut gen sg -
18 κιτρίνους
κίτρινοςof the citron-tree: masc acc pl -
19 κίτρινα
κίτρινοςof the citron-tree: neut nom /voc /acc pl -
20 κιτρινόχροος
κίτρινος, u. κιτρινό-χροος, zitronenfarbig
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κίτρινος — of the citron tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο 1.χλομός, κιτρινιάρης: Είναι πολύ κίτρινος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου ή του λεμονιού: Το αυτοκίνητό μου είναι κίτρινο. 3. «κίτρινη φυλή», το σύνολο των λαών που έχουν κίτρινη επιδερμίδα. 4. «κίτρινος τύπος», το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… … Dictionary of Greek
κιτρινιάζω — [κίτρινος] γίνομαι κίτρινος, αποκτώ κίτρινο χρώμα, κιτρινίζω … Dictionary of Greek
κίτρινον — κίτρινος of the citron tree masc acc sg κίτρινος of the citron tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρινίζω — [κίτρινος] 1. αποκτώ κίτρινο χρώμα 2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι … Dictionary of Greek
κιτρίνη — κίτρινος of the citron tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρίνην — κίτρινος of the citron tree fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)