Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κίνδυνος+ἀπό+τινος

  • 1 ερχομαι

        (impf. ἠρχόμην, fut. ἐλεύσομαι, aor. 2 ἦλθον - эп. ἤλῠθον, pf. ἐλήλῠθα - эп. εἰλήλουθα, 3 л. sing. ppf. ἐληλύθει - эп. εἰληλούθει(ν), imper. ἐλθέ, inf. aor. 2 ἐλθεῖν - эп. ἐλθέμεν(αι), эп. part. εἰληλουθώς и ἐληλουθώς, в атт. диалекте только ind., остальные формы praes. и impf. заимствуются у εἶμι: conjct. ἴω, opt. ἴοιμι и ἰοίην, imper. ἴθι, inf. ἰέναι, part. ἰών, impf. ᾔειν)
        1) приходить, прибывать
        

    (πρὸς δώματα Hom.; πρὸς Ἄργος Aesch.; δόμους Soph.; χθόνα Eur.; ἐς Λακεδαίμονα Arph.; ἐπὴ Ποτιδαίας Thuc.)

        ἦλθε θέουσα Hom. — она поспешно прибыла;
        ἦλθε φθάμενος Hom. — он добежал до цели первым;
        μαρτυρήσων ἦλθον Aesch. — я прибыл как свидетель;
        γῆς τινος ἐλθεῖν Soph.прибыть из какой-л. страны;
        πυκνὰς ὁδοὺς εἰς Τροίαν ἐλθεῖν Eur. — часто бывать в Трое;
        πόδεσσι или πεζὸς ἔ. Hom. — приходить пешком;
        ἐλθούσης ἐπιστολῆς Thuc. — когда прибыло письмо;
        ἀγγελίην или ἐξεσίην ἐλθεῖν Hom. — прибыть с посольством;
        κνέφας ἤλυθε ἐπὴ γαῖαν Hom.сумерки спустились на землю

        2) приходить на помощь
        3) идти, уходить, отправляться
        

    (οἴκαδε Arph.; εἰς ἄπειρον Arst.)

        τέν ἐναντίαν ὁδὸν ἔ. Plat. — идти в противоположном направлении;
        δρᾶ νῦν τάδ΄ ἐλθών Soph. — иди теперь (и) сделай это;
        ἄνους ἔρχει Soph. — твой уход неразумен;
        ἀπὸ πραπίδων ἄχος ἦλθεν Hom.сердечная боль прошла (досл. боль отошла от сердца);
        αἷμα ἦλθε κατὰ στόμα Hom. — кровь хлынула ртом;
        ποταμὸς ἐλθὼν ἐξαπίνης Hom. — внезапно разлившийся поток;
        — (о птицах и насекомых) улетать (ψαρῶν νέφος ἔρχεται Hom.)

        4) идти, проходить
        

    (ἀνὰ или κατὰ ἄστυ Hom.)

        ἔρχονται πεδίοιο μαχησόμενοι περὴ ἄστυ Hom. (рати ахейцев) идут по равнине, чтобы сразиться у города (Трои);
        ὁδὸν или κέλευθον ἔ. Hom., Plat.; — идти дорогой;
        νόστιμον πόδα ἔ. Eur. — возвращаться;
        διὰ πολλῶν κινδύνων ἔ. Plat.пройти через (т.е. испытать) много опасностей;
        διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες Xen. — люди испытанной добродетели;
        νέφος ἐρχόμενον κατὰ πόντον Hom. — плывущая над морем туча;
        Κύκλωπα περὴ φρένας ἤλυθε οἶνος Hom.вино затуманило сознание Киклопа

        5) восходить
        

    ἀστέρ ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Hom. — восходит звезда, возвещающая сияние Зари

        6) возникать, начинаться
        ἦλθε ἀνέμοιο θύελλα Hom. — поднялась сильная буря;
        ὅτ΄ ἦλθ΄ ὅ πρῶτος ἄγγελος πυρός Aesch. — когда появился первый огненный сигнал;
        ὅθεν ὅ νῦν παρὼν ἡμῖν λόγος ἐλήλυθε Plat. — то, с чего сегодня у нас началась беседа

        7) приходить, наступать
        ὅ κεν ἔλθῃ νύξ Hom. — пока не наступит ночь;
        εἰς ὅ κε γῆρας ἔλθῃ καὴ θάνατος Hom. — доколе не придут старость и смерть;
        εἰ ἔλθοι τῇ Ἑλλάδι κίνδυνος Xen.если нависнет над Элладой опасность

        8) вступать, попадать, оказываться
        

    εἰς λόγους Her. и διὰ λόγων ἐλθεῖν τινι Soph., Plut.; — вступить в разговор с кем-л.;

        ἐς ὄψιν τινὴ ἔ. Her.предстать перед лицом кого-л., т.е. быть допущенным к кому-л.;
        εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι Xen.попасть в чьи-л. руки, Aesch., Thuc., Plut.; — вступить с кем-л. в борьбу;
        ἐς μάχην ἔ. τινι Her., Arst., πρός τινα Eur. или διὰ μάχης τινὴ ἔ. Eur., Thuc.; — вступать в сражение с кем-л.;
        διὰ φόβου ἔ. Eur. — быть в страхе;
        εἰς ὀργάς τινι ἔ. Plat.распалиться гневом на кого-л.;
        δι΄ ἀπεχθείας τινὴ ἔ. Aesch.стать предметом чьей-л. ненависти;
        εἰς ἔχθραν ἐλθεῖν τινι Plut.начать враждовать с кем-л.;
        ἐπὴ μεῖζον ἔ. Soph. — возрастать, усиливаться;
        δυνατὸς ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν Thuc.поддающийся исчислению (учету)

        9) доходить, достигать
        

    (εἰς τοσοῦτον αἰσχύνης Plat.; μέχρι τούτου Arst.)

        ἐπείπερ ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν Plat. — поскольку мы добрались до такого (суждения);
        παρ΄ ὀλίγον ἦλθε Plut. — немного недоставало (чтобы …), т.е. еще немного (и …);
        παρὰ μικρὸν ἐλθὼν ἀποθανεῖν Luc. — чуть было не погибший;
        περί σφεας ἤλυθε ἰωέ φόρμιγγος Hom. — до них донесся звук форминги;
        τοῖς Ἀθηναῖοις ἦλθε τὰ περὴ τέν Εὔβοιαν γεγενημένα Thuc. — до (сведения) афинян дошло то, что случилось в области Эвбеи;
        λειμών, ἔνθ΄ οὐκ ἦλθέ πω σίδηρος Eur. — луг, которого никогда не касалось железо (серпа);
        ὅσοι ἐνταῦθα ἡλικίας ἦλθον Plat.достигшие такого возраста

        10) переходить, доставаться
        

    (γέρας ἔρχεται ἄλλῃ Hom.; εἰς ὀλίγους Arst.)

        11) приниматься (за что-л), предпринимать, начинать
        

    ἐλθεῖν ἐπί τι Hom., Thuc., Plat., Arst.; — приступить к чему-л., заняться чем-л.;

        ἐπὴ πᾶν ἐλθεῖν, ὡς … Xen. — принять все меры к тому, чтобы …

        12) посещать, т.е. находиться в интимной связи
        

    (τινα Her. и πρός τινα Xen.)

        13) (в знач. вспомог. глагола с оттенком начинательности; ср. франц. aller в futur immediat или англ. to go в intentional tense «paulo-post-future») намереваться, собираться, приступать
        

    ἔ. ἐρέων, φράσων или λέξων Her. — я собираюсь (теперь) сказать, перехожу к вопросу;

        ἔρχομαι περὴ Αἰγύπτου μηκυνέων τὸν λόγον Her. (теперь) я приступаю к обстоятельному повествованию об Египте;
        ἔρχεται κατηγορήσων μου Plat. — он начинает меня обвинять;
        ἔρχομαι ἐπιχειρῶν Plat. — попытаюсь сейчас;
        οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι, ὡς … Xen. — я не намерен утверждать, будто …

        14) (в imper. при imper. другого глагола) ступай!, давай!, ну!
        

    ἔρχεο, θέων Αἴαντα κάλεσσον Hom. — беги, позови Эанта

    Древнегреческо-русский словарь > ερχομαι

См. также в других словарях:

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»