-
1 κιλλός
-
2 κίλλος
-
3 κίλλος
κίλλος. ὁ, der Esel -
4 cillus
cillus, ī, m. (κίλλος), der Esel, Flor. 3, 5, 30 H., viell. auch Petr. fr. 37, 3 u. Iuven. 14, 97, wo jetzt in beiden Stellen caeli.
-
5 hemicillus
hēmicillus, ī, m. (ἥμισυς, halb, u. κιλλός, Esel), ein halber Esel, als Schimpfwort, *Cic. ad Att. 13, 51, 1 zw. (Baiter Micyllus, Wesenb. u. Müller micillus).
-
6 κίλλαι
κίλλαι, ἀστράγαλοι ἢ ὄνοι, Hesych., s. κίλλος.
-
7 ὀκρί-βας
ὀκρί-βας, αντος, ὁ, 1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen, ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, Plat. Conv. 194 b; Luc. Ner. 9; entweder = λογεῖον, wie Schol. Plat. a. a. O. u. Phot., nach Tim. lex. πῆγμα τὸ ἐν ϑεάτρῳ τιϑέμενον, ἐφ' οὗ ἵστανται οἱ τὰ δημόσια λέγοντες, oder die Stelle der ϑυμέλη in den alten Theatern vertretend, oder nach Hesych. κιλλίβας τρισκελής, ἐφ' οὗ ἵσταντο οἱ ὑποκριταὶ καὶ τὰ ἐκ μετεώρου ἔλεγον; derselbe erklärt es auch noch durch ἐμβάται, wie Phot. durch ἐμβάδες; u. so braucht es Philostr. V. Apoll. 5, 9, έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn, nach V. Sophist. 1, 9 u. Themist. or. 26 p. 316 d Erfindung des Aeschylus. – 2) die Staffelei des Malers, Poll. 7, 129. 10, 163. – 3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock, Suid., u. übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder Etwas darauf zu stellen, Bock. – Nach Hesych. auch = κίλλος, Esel, wilder Bock.
-
8 cillus
cillus, ī, m. (κίλλος), der Esel, Flor. 3, 5, 30 H., viell. auch Petr. fr. 37, 3 u. Iuven. 14, 97, wo jetzt in beiden Stellen caeli. -
9 hemicillus
hēmicillus, ī, m. (ἥμισυς, halb, u. κιλλός, Esel), ein halber Esel, als Schimpfwort, *Cic. ad Att. 13, 51, 1 zw. (Baiter Micyllus, Wesenb. u. Müller micillus).Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > hemicillus
-
10 ὀκρίβας
ὀκρί-βας, αντος, ὁ, (1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen; έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn. (2) die Staffelei des Malers. (3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock; übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder etwas darauf zu stellen; auch = κίλλος, Esel, wilder Bock
См. также в других словарях:
κίλλος — κίλλος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. όνος 2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
κιλλός — κιλλός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ τού τ. κελ αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή τού ε σε ι (κλειστοποίηση) τα λλ ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός … Dictionary of Greek
κιλλός — ass coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλος — ass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… … Dictionary of Greek
κιλλόν — κιλλός ass coloured masc acc sg κιλλός ass coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλοι — κίλλος ass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλον — κίλλος ass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλου — κίλλος ass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλων — κίλλος ass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek