-
1 κίκιννος
-
2 κίκιννος
κίκιννος, ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke
См. также в других словарях:
κίκιννος — κίκιννος, ὁ (Α) σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος] … Dictionary of Greek
κίκιννος — ringlet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννοις — κίκιννος ringlet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννους — κίκιννος ringlet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικίννων — κίκιννος ringlet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκιννοι — κίκιννος ringlet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκιννον — κίκιννος ringlet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλοκίκιννα — οὐλοκίκιννα, τὰ (Α) (ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»] … Dictionary of Greek
στημονίας — ὁ, Α φρ. «στημονίας κίκιννος» βόστρυχος όμοιος με κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + επίθημα ίας (πρβλ. οστρακ ίας)] … Dictionary of Greek