-
1 κίκκασος
См. также в других словарях:
κίγκασος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος τού ζαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος] … Dictionary of Greek
κίγκασος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek