Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κίγκασος

См. также в других словарях:

  • κίγκασος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος τού ζαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος] …   Dictionary of Greek

  • κίγκασος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»