Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κήτειον

См. также в других словарях:

  • κήτειον — κήτειος of sea monsters masc acc sg κήτειος of sea monsters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»