-
1 κήτειον
κήτειοςof sea monsters: masc acc sgκήτειοςof sea monsters: neut nom /voc /acc sg -
2 κήτειος
-
3 κήτειος
ος, ον китовый;κήτειον λίπος — китовый жир
См. также в других словарях:
κήτειον — κήτειος of sea monsters masc acc sg κήτειος of sea monsters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… … Dictionary of Greek