-
21 ὅρκιον
ὅρκ-ιον, τό,A = ὅρκος, oath, Il.4.158, Hdt.1.29, etc.; ὅρκια δοῦναι take oaths, Od.19.302, E.Supp. 1232 (anap.);ὅ. πορεῖν A.R.2.433
; ὅρκια δὲ Ζεὺς ἴστω let Zeus witness our oath, Il.7.411.II mostly in pl., ὅρκια, τά, the offerings and other things used at a solemn oath or treaty,κήρυκες.. ὅ. πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
, cf. 245 ;οἱ ἐννέα ἄρχοντες ὀμνύουσιν ὥσπερ ἐπὶ Ἀκάστου τὰ ὅ. ποιήσειν Arist. Ath.3.3
;ὅ. παρεχέτω ὁ ἱερωργός SIG581.91
(Crete, iii/ii B. C.); then, that which is sworn to, treaty, solemn agreement, freq. in Hom. (esp. Il.),οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅ. πιστά 22.262
: freq. in phrase,ὅρκια πιστὰ ταμεῖν 2.124
, cf. 3.105, al. ;κατόπερ τὰ ὅ. ἔταμον SIG45.44
(Halic., v B.C.);ὅ. ἐπιταμνέτω Schwyzer687
D2 (Chios, vii/vi B.C.);ὅ. ποιεῖσθαι SIG591.32
(Lampsacus, ii B. C.) ;ὅ. τελεῖν Il.7.69
;φυλάσσειν 3.280
; ὅ. δηλήσασθαι or ὑπὲρ ὅ. δηλ. violate a solemn treaty, ib. 107,4.67 ;ὑπὲρ ὅ. πημῆναι 3.299
; κατὰ δ' ὅ. πιστὰ πάτησαν they trampled on the treaty, 4.157 ; σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν ib. 269 ;ψεύσασθαι 7.351
; ; τὰ ὅ. ἐστί τινι, c. inf., one is bound by treaty to do, Th.6.52 : Hdt. has sg. also in this sense,κατὰ τὸ ὅ. 1.77
; ὅ. ποιέεσθαι πρός τινας ib. 141 : abs., ib. 143, etc. ; ὅ. μένει κατὰ χώρην remains as it was, 4.201 ;ὀμόσαι τὸ ὅ. ἦ μὴν ἐάσειν.. Th.6.72
;ὅρκιον ἔταμον SIG4.10
(Cyzicus, vi B. C.). -
22 κήρυξ
Grammatical information: m.Meaning: `herald, messenger'; also `trumpet-shell` (Il.).Dialectal forms: Myc. karuke \/kārūkes\/.Compounds: As 2. member e. g. in δρομο-κήρυξ `courier' (Aeschin.).Derivatives: 1. Feminine: κηρύκαινα `heraldess' (Ar. Ek. 713; moment. formation, cf. Chantraine Formation 108); 2. Patronymic: Κηρυκίδαι m. `descendants of the Athenian family of the Κήρυκες' (Poll.). 3. Adjectives: κηρύκειος `belonging to the herald' (S.), mostly ntr. κηρύκ(ε)ιον, Dor. κᾱρ-, Ion. κηρυκήϊον `herald's wand' (IA. Dor.; Lat. LW [loanword] cādūceum, - eus; cf. W.-Hofmann s. v.), also as constellation (Scherer Gestirnnamen 200); `auctioneer's fee, tax on auction sales' (hell. inscr. a. pap.); ΚαρυκήϜιος Boeot. name of Apollon (Tanagra, Thebes, VIa; Schwyzer 468); κηρυκικός `regarding the herald, town crier' (Pl.; Chantraine Étud. sur le vocab. gr. 135f.), - ινος `belonging to the herald' (pap., Suid.), - ώδης `like the trumpetshell' (Arist.). - Denomin. verbs: 1. κηρύσσω, - ύττω, κᾱρ- `be herald, broadcast, announce' (Il.) with κήρυγμα `herald's cry, announcement' (IA.), κηρυγμός (sch.), κήρυξις (D. C.) `id.'; 2. κηρυκεύω `function as herald, announce' (Att.) with κηρυκεία, - ηΐη `herald's service' (IA.), κηρύκευμα `announcement' (A. Th. 651), - ευσις `id.' (Suid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally compared with Skt. kārú- `singer, poet'. Beekes, Languages in Prehist. Europe, 2003, 109-116 showed that Greek does not have a `enlargement' κ (as per Schwyzer 496; his examples are few and doubtful); then, in this way we could not explain the long υ; words with -ῡκ- all have very different meanings and are probably un-IE. Therefore the word is most probably Pre-Greek. - Unexplained was the gloss κορύγης κῆρυξ. Δωριεῖς H. As Pre-Greek only had the vowels α (ι, υ), it will have had *καρυγ- with α \> ο before following υ (note that this α will have been short), so it will be a variant of the same word.Page in Frisk: 1,845Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κήρυξ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κήρυκες — Κήρυξ masc nom/voc pl Κήρυκες masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κήρυκες — Αρχαιότατο και σημαντικό γένος ιερέων της Αθήνας, στο οποίο ανήκε και ο Ηρώδης ο Αττικός. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία, γενάρχης ήταν ο Κήρυξ, τον οποίο οι απόγονοί του δεν δέχονταν ως γιο του Εύμολπου, αλλά του Ερμή και της Αγλαύρου … Dictionary of Greek
κήρυκες — κῆρυξ herald masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
HERALDUS — I. HERALDUS Angliae REx, A. C. 1038. lege Heraldus. II. HERALDUS Germ. Herold, nuntius sacer, qui inter hostium cuneos libere fert imperata; munus antiquissimum et ab Heroum aevo. Exegit enim semper necessitas, ut inter ipsos hostes belli… … Hofmann J. Lexicon universale
ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… … Dictionary of Greek
ακήρυκτος — και χτος, η, ο (Α ἀκήρυκτος, ον) αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος… … Dictionary of Greek
Δομινικανοί — Μοναχικό τάγμα που ονομάζεται επίσης Αδελφοί κήρυκες. Ιδρύθηκε το 1206 από τον άγιο Δομίνικο (βλ. λ. Δομίνικος ντι Γκουθμάν). Στόχος της θρησκευτικής αυτής κίνησης, πέρα από τη διδασκαλία και το κήρυγμα, ήταν ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων του… … Dictionary of Greek
κηρύκειο — Σύμβολο του θεού Ερμή. Επρόκειτο για το ραβδί που κρατούσαν στα χέρια τους οι κήρυκες της αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους. Το κ. των κηρύκων ήταν ένα ξύλο που είχε από τις δύο πλευρές δύο φίδια μπλεγμένα και αντιμέτωπα.… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
Kerykes — The Kerykes ( el. Κήρυκες) were one of the sacred Eleusinian families of priests that ran the Eleusinian Mysteries during the Hellenic era. They popularized the cult and allowed many more to be initiated into the great secrets of Demeter and… … Wikipedia