-
1 κηρυκεύω
κηρῡκεύω, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres subj act 1st sgκηρῡκεύω, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres ind act 1st sg -
2 κηρυκεύω
A perform the office of a herald, Pl.Lg. 941a, Aeschin.1.19; κ. τινί to be his herald, Lycurg. in Gött.Nachr.1922.45, Philoch.36: c. gen.,κ. τῆς βουλῆς IG3.1128
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκεύω
-
3 κηρυκεύει
κηρῡκεύει, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres ind mp 2nd sgκηρῡκεύει, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres ind act 3rd sg -
4 απεκηρυκεύετο
-
5 ἀπεκηρυκεύετο
-
6 απεκηρυκεύοντο
-
7 ἀπεκηρυκεύοντο
-
8 απεκηρυκεύσαντο
-
9 ἀπεκηρυκεύσαντο
-
10 αποκηρυκεύεται
-
11 ἀποκηρυκεύεται
-
12 εκηρύκευε
-
13 ἐκηρύκευε
-
14 κηρυκευσάμενος
κηρῡκευσάμενος, κηρυκεύωperform the office of a herald: aor part mid masc nom sg -
15 κηρυκευσάτω
κηρῡκευσάτω, κηρυκεύωperform the office of a herald: aor imperat act 3rd sg -
16 κηρυκευέτω
κηρῡκευέτω, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres imperat act 3rd sg -
17 κηρυκεύσαι
-
18 κηρυκεῦσαι
-
19 κηρυκεύειν
κηρῡκεύειν, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres inf act (attic epic) -
20 κηρυκεύεσθαι
κηρῡκεύεσθαι, κηρυκεύωperform the office of a herald: pres inf mp
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κηρυκεύω — κηρῡκεύω , κηρυκεύω perform the office of a herald pres subj act 1st sg κηρῡκεύω , κηρυκεύω perform the office of a herald pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκεύω — (Α κηρυκεύω) [κήρυξ] είμαι κήρυκας, ασκώ καθήκοντα κήρυκα («μηδὲ κηρυκευσάτω, μηδέ πρεσβευσάτω, μηδὲ τους πρεσβεύσαντας κρινέτω», Αισχίν.) αρχ. 1. γνωστοποιώ («τὰ δὲ τοιάδε χρή κηρυκεύειν», Ευρ.) 2. (με γεν.) είμαι κήρυκας κάποιου («κηρυκεύειν… … Dictionary of Greek
κηρυκεύει — κηρῡκεύει , κηρυκεύω perform the office of a herald pres ind mp 2nd sg κηρῡκεύει , κηρυκεύω perform the office of a herald pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κηρυκευτικός — ή, ό [κηρυκεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στον κήρυκα 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρυκευτικό α) σήμα εχθρικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει ανώτερος αξιωματικός για έναρξη διαπραγματεύσεων με τον αντίπαλο β) το πλοίο που φέρει αυτό το σήμα … Dictionary of Greek
κηρύκεια — κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) [κηρυκευω] 1. το αξίωμα ή το έργο τού κήρυκα («τοῑσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾱσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.) 2. πρεσβεία («μηδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.) 3 ο μισθός τού κήρυκα … Dictionary of Greek
κηρύκευμα — κηρύκευμα, τὸ (Α) [κηρυκεύω] προκήρυξη, διάγγελμα («ὡς οὔποτ ἀνδρί τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κηρύκευσις — κηρύκευσις, ἡ (Α) [κηρυκεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) κηρύκεια* … Dictionary of Greek
προκηρυκεύομαι — Α 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα 2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»] … Dictionary of Greek
προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] … Dictionary of Greek
κηρυκευσάμενος — κηρῡκευσάμενος , κηρυκεύω perform the office of a herald aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)