-
61 κανδοφόρους
κανδοφόρους· μελανειμοῦντας, Hsch. [full] κανδόχα· κήλη ([dialect] Lacon.), Id.; cf. καναδόκα. [full] κανδύλη,A v. κανδύταλις. [full] κάνδυλος, v. κάνδαυλος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδοφόρους
-
62 κηλήτης
A one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—[dialect] Att. [full] καλήτης Phryn. PSp.81 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηλήτης
-
63 κιρσοκήλη
κιρσο-κήλη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιρσοκήλη
-
64 κυβισίς
κυβισίς· κήλη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβισίς
-
65 μηροκήλη
μηρο-κήλη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηροκήλη
-
66 πνευματοκήλη
πνευμᾰτο-κήλη, ἡ,A aneurysmal varicocele, Paul.Aeg.6.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πνευματοκήλη
-
67 πωροκήλη
πωρο-κήλη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωροκήλη
-
68 σαρκοκήλη
σαρκο-κήλη, ἡ,A sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαρκοκήλη
-
69 στεατοκήλη
στεᾱτο-κήλη, ἡ,A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεατοκήλη
-
70 ἐντεροκήλη
ἐντερο-κήλη, ἡ,A intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροκήλη
-
71 ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλο-κήλη, ἡ,A hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence [suff] ἐπιπλο-κηλικός, ὁ, one who suffers from it, Id.14.789.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλοκήλη
-
72 ἐχεκήλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεκήλης
-
73 ὑγροκήλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγροκήλη
-
74 ὑδροκήλη
ὑδρο-κήλη, ἡ,A water in the scrotum, hydrocele, Gal.7.729, Gloss.; cf. ὑγροκήλη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροκήλη
-
75 ἀσκοκήλης
ἀσκο-κήλης ( κήλη), mit einem weit vorgetretenen Bruch -
76 βουβωνοκήλη
-
77 βρογχοκήλη
βρογχο-κήλη, Kehlgeschwulst, Kropf -
78 ἐντεροεπιπλοκήλη
ἐντερο-επιπλο-κήλη, ἡ, Netz- u. Darmbruch -
79 ἐντεροκήλη
ἐντερο-κήλη, ἡ, Darmbruch -
80 ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλο-κήλη, ἡ, Netzbruch
См. также в других словарях:
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήλη — κήλας adjutant masc voc sg κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηλέω charm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κηλέω charm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῇ — κηλέω charm pres subj mp 2nd sg κηλέω charm pres ind mp 2nd sg κηλέω charm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] … Dictionary of Greek
κηλικός — ή, ό [κήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κήλη 2. αυτός που πάσχει από κήλη … Dictionary of Greek
στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] … Dictionary of Greek
ηπατοκήλη — η κήλη τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cele (πρβλ. κήλη)] … Dictionary of Greek
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] … Dictionary of Greek