-
1 κέστροι
κέστροςsharpness: masc nom /voc pl -
2 κέστρειον
κέστρειον, τό, perh.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέστρειον
-
3 κεστροσφενδόνη
κεστρο-σφενδόνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεστροσφενδόνη
-
4 κεστροφόρος
κεστρο-φόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεστροφόρος
-
5 κεστροφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεστροφύλαξ
См. также в других словарях:
Κεστροί — Αρχαία πόλη της ορεινής Κιλικίας, στα σύνορα με την Ισαυρία. Στους ρωμαϊκούς χρόνους είχε εκδώσει ελληνικά νομίσματα με την επιγραφή Κεστρηνών, ενώ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού αποτελούσε μία από τις πόλεις της επαρχίας… … Dictionary of Greek
κέστροι — κέστρος sharpness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστροφόρος — κεστροφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που μεταφέρει τα βέλη τα οποία ονομάζονταν κέστροι 2. αυτός που χρησιμοποιεί το εργαλείο κέστρον για την εγκαυστική ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κεστροφύλαξ — κεοτροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, χωρο φύλαξ] … Dictionary of Greek