-
21 κερβέρῳ
-
22 Κερβέριοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κερβέριοι
-
23 λάλαξ
-
24 πυλαωρός
A gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69
(quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, butθυραωρούς Aristarch.
);π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319
. ( πυλᾰ- sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then [dialect] Ep. πυλᾰωρό- (with - ω- taken from the [var] contr. form): πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq. v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυλαωρός
-
25 τρικέρβερος
τρῐ-κέρβερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρικέρβερος
-
26 φατειός
A speakable, οὔ τι φατειός unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th. 310, Sc. 144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φ. Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φατειός
-
27 ὠμηστής
A eating raw flesh,οἰωνοί Il.11.454
;κύνες 22.67
, S.Ant. 697;ἰχθύες Il.24.82
; ;λέων B.12.46
, Orac. ap. Hdt. 5.92.β, A.Ag. 827 (as a noun, of a lion, AP6.237 (Antist.));αἰετός A.R.2.1259
; ὄφις (sc. Ἔχιδνα) ; epith. of Dionysus, = ὠμάδιος 1, AP9.524.25, cf. Plu.2.462b (of ἄκρατος). Adv.- τί Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμηστής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… … Dictionary of Greek
Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κερβέρου — Κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρου — κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρους — Κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρους — κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρων — Κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρων — κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρῳ — Κέρβερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)